παραθαλασσίδιος

From LSJ

καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραθᾰλασσίδιος Medium diacritics: παραθαλασσίδιος Low diacritics: παραθαλασσίδιος Capitals: ΠΑΡΑΘΑΛΑΣΣΙΔΙΟΣ
Transliteration A: parathalassídios Transliteration B: parathalassidios Transliteration C: parathalassidios Beta Code: paraqalassi/dios

English (LSJ)

παραθαλασσίδιον, = παραθαλάσσιος (beside the sea, lying on the seaside, maritime), Th. 6.62, DC. 54.9.

German (Pape)

[Seite 478] -ττίδιος, = παραθαλάσσιος, Thuc. 6, 62 u. Sp., wie D. Cass. 54, 9.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραθαλάττιος -α -ον, f. ook -ος, Ion. παραθαλάσσιος en παραθαλασσίδιος (παρά, θάλαττα) aan zee gelegen, kust‑: subst. ἡ παραθαλαττία = ἡ παραθαλάσσιος = τὰ παραθαλάσσια = de kuststreek: τὰ παραθαλάσσια τῆς Ἑλλάδος = de kust van Griekenland Hdt. 3.135.1.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui est sur le bord de la mer, maritime.
Étymologie: παρά, θάλασσα.

Russian (Dvoretsky)

παραθᾰλασσίδιος: атт. παραθᾰλαττίδιος 2 (ῐδ) Thuc. = παραθαλάσσιος I.

Greek (Liddell-Scott)

παραθᾰλασσίδιος: -ον, = τῷ ἑπομ., Θουκ. 6. 62· ὡσαύτως παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, Δίων Κάσ. 54. 9.

Greek Monolingual

-ον, Α
παραθαλάσσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + θάλασσα + επίθημα -ίδιος].

Greek Monotonic

παραθᾰλασσίδιος: -ον, = το επόμ., σε Θουκ.

Lexicon Thucydideum

ad oram marititimam situs, situated on the sea coast, 6.62.3.