φιλέλληνας: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → keeping silence is not shameful; speaking at random is (Menander)

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(==Translations==)(?s)(\n)(.*)($)" to "{{trml |trtx=$3 }} ")
 
Line 2: Line 2:
|mltxt=ο, η / [[φιλέλλην]], -ηνος, ΝΜΑ<br />αυτός που αγαπά τους Έλληνες και την [[Ελλάδα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ξένος]] που υποστηρίζει τα ελληνικά συμφέροντα και δίκαια<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]]) [[ξένος]] που συμπαραστάθηκε στον απελευθερωτικό αγώνα ή και αγωνίστηκε προσωπικά [[υπέρ]] της εθνικής ανεξαρτησίας τών Ελλήνων [[κατά]] την [[επανάσταση]] του 1821<br /><b>αρχ.</b><br />[[προσωνυμία]] Ελλήνων τυράννων, όπως του Ιάσονος τών Φερών και του Ευαγόρου της Κύπρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[Ἕλλην]], -<i>ηνος</i>].
|mltxt=ο, η / [[φιλέλλην]], -ηνος, ΝΜΑ<br />αυτός που αγαπά τους Έλληνες και την [[Ελλάδα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ξένος]] που υποστηρίζει τα ελληνικά συμφέροντα και δίκαια<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]]) [[ξένος]] που συμπαραστάθηκε στον απελευθερωτικό αγώνα ή και αγωνίστηκε προσωπικά [[υπέρ]] της εθνικής ανεξαρτησίας τών Ελλήνων [[κατά]] την [[επανάσταση]] του 1821<br /><b>αρχ.</b><br />[[προσωνυμία]] Ελλήνων τυράννων, όπως του Ιάσονος τών Φερών και του Ευαγόρου της Κύπρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[Ἕλλην]], -<i>ηνος</i>].
}}
}}
==Translations==
{{trml
Finnish: hellenisti, filhelleeni; French: [[philhellène]]; German: [[Philhellene]], Philhellenin; Greek: [[φιλέλληνας]]; Ancient Greek: [[φιλέλλην]]
|trtx=Finnish: hellenisti, filhelleeni; French: [[philhellène]]; German: [[Philhellene]], Philhellenin; Greek: [[φιλέλληνας]]; Ancient Greek: [[φιλέλλην]]
}}

Latest revision as of 16:25, 10 September 2022

Greek Monolingual

ο, η / φιλέλλην, -ηνος, ΝΜΑ
αυτός που αγαπά τους Έλληνες και την Ελλάδα
νεοελλ.
1. ξένος που υποστηρίζει τα ελληνικά συμφέροντα και δίκαια
2. (ιδίως) ξένος που συμπαραστάθηκε στον απελευθερωτικό αγώνα ή και αγωνίστηκε προσωπικά υπέρ της εθνικής ανεξαρτησίας τών Ελλήνων κατά την επανάσταση του 1821
αρχ.
προσωνυμία Ελλήνων τυράννων, όπως του Ιάσονος τών Φερών και του Ευαγόρου της Κύπρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + Ἕλλην, -ηνος].

Translations

Finnish: hellenisti, filhelleeni; French: philhellène; German: Philhellene, Philhellenin; Greek: φιλέλληνας; Ancient Greek: φιλέλλην