εὐριπώδης: Difference between revisions
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1093.png Seite 1093]] ες, nach Art einer Meerenge; τόποι τῆς θαλάττης Arist. gen. an. 5 extr.; auch von Thieren, τὰ πελάγια καὶ τὰ εὐριπώδη, in den Meerengen lebend, H. A. 9, 37. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1093.png Seite 1093]] ες, nach Art einer Meerenge; τόποι τῆς θαλάττης Arist. gen. an. 5 extr.; auch von Thieren, τὰ πελάγια καὶ τὰ εὐριπώδη, in den Meerengen lebend, H. A. 9, 37. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐρῑπώδης:'''<br /><b class="num">1)</b> похожий на Эврип, т. е. бурный (τόποι τῆς θαλάττης Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[живущий в морском канале]], [[рукаве или узком проливе]] (sc. ζῷα Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐριπώδης]], -ῶδες (Α) [[εύριπος]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με τον εύριπο<br /><b>2.</b> αυτός που ζει στον Εύριπο ή γενικά σε πορθμούς. | |mltxt=[[εὐριπώδης]], -ῶδες (Α) [[εύριπος]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με τον εύριπο<br /><b>2.</b> αυτός που ζει στον Εύριπο ή γενικά σε πορθμούς. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:16, 3 October 2022
English (LSJ)
ες, A like a Euripus, τόποι Arist. GA763b2. II living in such a place, Id.HA621b23.
German (Pape)
[Seite 1093] ες, nach Art einer Meerenge; τόποι τῆς θαλάττης Arist. gen. an. 5 extr.; auch von Thieren, τὰ πελάγια καὶ τὰ εὐριπώδη, in den Meerengen lebend, H. A. 9, 37.
Russian (Dvoretsky)
εὐρῑπώδης:
1) похожий на Эврип, т. е. бурный (τόποι τῆς θαλάττης Arst.);
2) живущий в морском канале, рукаве или узком проливе (sc. ζῷα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐρῑπώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος τῷ Εὐρίπῳ, τόπος Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 11, 32. ΙΙ. ὁ ζῶν ἐν τοιούτῳ τόπω, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 17.
Greek Monolingual
εὐριπώδης, -ῶδες (Α) εύριπος
1. αυτός που μοιάζει με τον εύριπο
2. αυτός που ζει στον Εύριπο ή γενικά σε πορθμούς.