τορνευτός: Difference between revisions
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1130.png Seite 1130]] adj. verb., gedreht, gedrechselt. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1130.png Seite 1130]] adj. verb., gedreht, gedrechselt. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τορνευτός:''' [[точеный]] ([[ποτήριον]] Men.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[τορνευτός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και [[τορυνευτός]], -ή, -όν, Α [[τορνεύω]]<br />επεξεργασμένος με τόρνο, τορναρισμένος (α. «τορνευτό ανταλλακτικό» β. «Μένανδρος δὲ φησιν καὶ [[ποτήριον]] τορνευτὸν καὶ τορευτά», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει ωραίες γραμμές και αναλογίες, [[καλλίγραμμος]] («τορνευτά πόδια»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[κατάλληλος]] για [[τόρνευση]] («[λίθοι] γλυπτοὶ καὶ τορνευτοὶ καὶ πριστοί», Θεόφρ.). | |mltxt=-ή, -ό / [[τορνευτός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και [[τορυνευτός]], -ή, -όν, Α [[τορνεύω]]<br />επεξεργασμένος με τόρνο, τορναρισμένος (α. «τορνευτό ανταλλακτικό» β. «Μένανδρος δὲ φησιν καὶ [[ποτήριον]] τορνευτὸν καὶ τορευτά», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει ωραίες γραμμές και αναλογίες, [[καλλίγραμμος]] («τορνευτά πόδια»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[κατάλληλος]] για [[τόρνευση]] («[λίθοι] γλυπτοὶ καὶ τορνευτοὶ καὶ πριστοί», Θεόφρ.). | ||
}} | }} |
Revision as of 16:23, 3 October 2022
English (LSJ)
(also τορονευτός, q.v.), ή, όν, A turned on a lathe, ποτήρια Men.977, cf. PLond.2.402v.31 (ii B. C.), Sch.Od. 1.440: written τορυνευτός, Arch.Pap.1.64 (ii B. C.). II fit for turning, λίθοι Thphr.Lap.5.
German (Pape)
[Seite 1130] adj. verb., gedreht, gedrechselt.
Russian (Dvoretsky)
τορνευτός: точеный (ποτήριον Men.).
Greek (Liddell-Scott)
τορνευτός: -ή, -όν, ὁ διὰ τόρνου εἰργασμένος, ποτήριον Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 434. ΙΙ. κατάλληλος πρὸς τόρνευσιν, λίθος Θεοφρ. περὶ Λίθων 5.
Greek Monolingual
-ή, -ό / τορνευτός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και τορυνευτός, -ή, -όν, Α τορνεύω
επεξεργασμένος με τόρνο, τορναρισμένος (α. «τορνευτό ανταλλακτικό» β. «Μένανδρος δὲ φησιν καὶ ποτήριον τορνευτὸν καὶ τορευτά», Αθήν.)
νεοελλ.
αυτός που έχει ωραίες γραμμές και αναλογίες, καλλίγραμμος («τορνευτά πόδια»)
αρχ.
κατάλληλος για τόρνευση («[λίθοι] γλυπτοὶ καὶ τορνευτοὶ καὶ πριστοί», Θεόφρ.).