con precisión: Difference between revisions
From LSJ
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἀπηρτισμένως]], [[ἀθαρῶς]], [[διηκριβωμένως]], [[δόρκανα]], [[διακριδόν]], [[ἀτρεκέως]], [[ἀτρεκῶς]], [[διειλημμένως]], [[ἐπ' ἀκριβείας]], [[διά ἀκριβείας]], [[ἐν ἀκριβείᾳ]], [[εἰς τὴν ἀκρίβειαν]], [[μετὰ πάσης ἀκριβείας]], [[πρὸς ἀκρίβειαν]] | |sltx=[[ἀπηρτισμένως]], [[ἀθαρῶς]], [[ἄκρως]], [[διηκριβωμένως]], [[δόρκανα]], [[διακριδόν]], [[ἀτρεκέως]], [[ἀτρεκῶς]], [[διειλημμένως]], [[ἐπ' ἀκριβείας]], [[διά ἀκριβείας]], [[ἐν ἀκριβείᾳ]], [[εἰς τὴν ἀκρίβειαν]], [[μετὰ πάσης ἀκριβείας]], [[πρὸς ἀκρίβειαν]] | ||
}} | }} |
Revision as of 07:13, 11 October 2022
Spanish > Greek
ἀπηρτισμένως, ἀθαρῶς, ἄκρως, διηκριβωμένως, δόρκανα, διακριδόν, ἀτρεκέως, ἀτρεκῶς, διειλημμένως, ἐπ' ἀκριβείας, διά ἀκριβείας, ἐν ἀκριβείᾳ, εἰς τὴν ἀκρίβειαν, μετὰ πάσης ἀκριβείας, πρὸς ἀκρίβειαν