ζώστρα: Difference between revisions

From LSJ

πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)" to "$3$1$2")
 
Line 1: Line 1:
{{elru
|elrutext='''ζώστρα:''' ἡ [[повязка]] Theocr.
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ζώστρα''': ἡ, [[δεσμός]], [[ταινία]], Θεόκρ. 2, 122.
|lstext='''ζώστρα''': ἡ, [[δεσμός]], [[ταινία]], Θεόκρ. 2, 122.
Line 4: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ζώστρα]]) [[ζώννυμι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ζώνη]], [[ζωστήρας]], [[ζωνάρι]]<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> καθεμιά από τις παχύτερες εσωτερικές εντερονίδες ξύλινου σκάφους οι οποίες αποτελούν [[μέρος]] της εσωτερικής επενδύσεώς του, [[ζωνάρι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ταινία]], [[δεσμός]], [[αναδέσμη]].
|mltxt=η (Α [[ζώστρα]]) [[ζώννυμι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ζώνη]], [[ζωστήρας]], [[ζωνάρι]]<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> καθεμιά από τις παχύτερες εσωτερικές εντερονίδες ξύλινου σκάφους οι οποίες αποτελούν [[μέρος]] της εσωτερικής επενδύσεώς του, [[ζωνάρι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ταινία]], [[δεσμός]], [[αναδέσμη]].
}}
{{elru
|elrutext='''ζώστρα:''' ἡ [[повязка]] Theocr.
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=ζώστρα -ας, ἡ [ζώννυμι] dat. ζώστραισιν, band, lint.
|elnltext=ζώστρα -ας, ἡ [ζώννυμι] dat. ζώστραισιν, band, lint.
}}
}}

Latest revision as of 18:15, 6 October 2022

Russian (Dvoretsky)

ζώστρα:повязка Theocr.

Greek (Liddell-Scott)

ζώστρα: ἡ, δεσμός, ταινία, Θεόκρ. 2, 122.

Greek Monolingual

η (Α ζώστρα) ζώννυμι
νεοελλ.
1. ζώνη, ζωστήρας, ζωνάρι
2. ναυτ. καθεμιά από τις παχύτερες εσωτερικές εντερονίδες ξύλινου σκάφους οι οποίες αποτελούν μέρος της εσωτερικής επενδύσεώς του, ζωνάρι
αρχ.
ταινία, δεσμός, αναδέσμη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζώστρα -ας, ἡ [ζώννυμι] dat. ζώστραισιν, band, lint.