πολυαλφής: Difference between revisions
From LSJ
Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που μπορεί να πωληθεί σε [[μεγάλη]] [[τιμή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀλφάνω]] «[[φέρω]], [[βρίσκω]], [[αποκτώ]]» ( | |mltxt=-ές, Α<br />αυτός που μπορεί να πωληθεί σε [[μεγάλη]] [[τιμή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀλφάνω]] «[[φέρω]], [[βρίσκω]], [[αποκτώ]]» ([[πρβλ]]. [[τιμαλφής]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:55, 11 May 2023
English (LSJ)
ές, (ἀλφάνω) fetching a high price, Nonn.D.37.715.
Greek (Liddell-Scott)
πολυαλφής: -ές, (ἀλφάνω ἢ ἀλφαίνω), ὅστις δύναται νὰ πωληθῇ ἀκριβά, Νόνν. Δ. 37. 715.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που μπορεί να πωληθεί σε μεγάλη τιμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἀλφάνω «φέρω, βρίσκω, αποκτώ» (πρβλ. τιμαλφής)].