συγκύρησις: Difference between revisions

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0970.png Seite 970]] ἡ, = Vorigem; Pol. 9, 12, 6; S. Emp. pyrrh. 1, 141.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0970.png Seite 970]] ἡ, = Vorigem; Pol. 9, 12, 6; S. Emp. pyrrh. 1, 141.
}}
{{elru
|elrutext='''συγκύρησις:''' εως (ῠ) ἡ стечение обстоятельств, случайное совпадение Polyb., Diog. L., Sext.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και πιθ. [[σύγκυρσις]], -ύρσεως, ἡ, Α [<i>συγκυρῶ</i> (Ι)]<br /><b>1.</b> [[συγκυρία]]<br /><b>2.</b> [[σύμπτωση]] («ἁρμόζει λέγειν, περιπετείας... καὶ συγκυρήσεις μᾶλλον», <b>Πολ.</b>).
|mltxt=και πιθ. [[σύγκυρσις]], -ύρσεως, ἡ, Α [<i>συγκυρῶ</i> (Ι)]<br /><b>1.</b> [[συγκυρία]]<br /><b>2.</b> [[σύμπτωση]] («ἁρμόζει λέγειν, περιπετείας... καὶ συγκυρήσεις μᾶλλον», <b>Πολ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''συγκύρησις:''' εως (ῠ) ἡ стечение обстоятельств, случайное совпадение Polyb., Diog. L., Sext.
}}
}}

Revision as of 15:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκῠρησις Medium diacritics: συγκύρησις Low diacritics: συγκύρησις Capitals: ΣΥΓΚΥΡΗΣΙΣ
Transliteration A: synkýrēsis Transliteration B: synkyrēsis Transliteration C: sygkyrisis Beta Code: sugku/rhsis

English (LSJ)

εως, ἡ, concurrence, coincidence, κατὰ συγκυρήσεις καιρῶν Epicur.Ep.2p.43U.; conjuncture, Plb.9.12.6.

German (Pape)

[Seite 970] ἡ, = Vorigem; Pol. 9, 12, 6; S. Emp. pyrrh. 1, 141.

Russian (Dvoretsky)

συγκύρησις: εως (ῠ) ἡ стечение обстоятельств, случайное совпадение Polyb., Diog. L., Sext.

Greek (Liddell-Scott)

συγκύρησις: ἡ, σύμπτωσις, κατὰ συγκυρήσεις καιρῶν Διογ. Λ. 10. 98· συνδρομὴ περιστάσεων, Πολύβ. 9. 12, 6.

Greek Monolingual

και πιθ. σύγκυρσις, -ύρσεως, ἡ, Α [συγκυρῶ (Ι)]
1. συγκυρία
2. σύμπτωση («ἁρμόζει λέγειν, περιπετείας... καὶ συγκυρήσεις μᾶλλον», Πολ.).