συναποκρύπτω: Difference between revisions
From LSJ
χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συναποκρύπτω''': [[ἀποκρύπτω]] [[ὁμοῦ]], τὸ δὲ [[στέρνον]] Ἀνταίῳ συναποκρύπτεται Λιβάν. τ. 4, σ. 1082, 20, κλπ. | |lstext='''συναποκρύπτω''': [[ἀποκρύπτω]] [[ὁμοῦ]], τὸ δὲ [[στέρνον]] Ἀνταίῳ συναποκρύπτεται Λιβάν. τ. 4, σ. 1082, 20, κλπ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> (το μέσ.) <i>συναποκρύβομαι</i><br />κρύβομαι [[μαζί]] με άλλον («ποῦ συναποκρυβῶσι μετ' αὐτῶν», ΠΔ)<br /><b>2.</b> [[βοηθώ]] σε [[απόκρυψη]]. | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> (το μέσ.) <i>συναποκρύβομαι</i><br />κρύβομαι [[μαζί]] με άλλον («ποῦ συναποκρυβῶσι μετ' αὐτῶν», ΠΔ)<br /><b>2.</b> [[βοηθώ]] σε [[απόκρυψη]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 27 September 2022
English (LSJ)
join in concealing, Ael.NA7.25; conceal together, LXXEp.Je.48, Lib.Descr.13.4, etc.
Greek (Liddell-Scott)
συναποκρύπτω: ἀποκρύπτω ὁμοῦ, τὸ δὲ στέρνον Ἀνταίῳ συναποκρύπτεται Λιβάν. τ. 4, σ. 1082, 20, κλπ.
Greek Monolingual
Α
1. (το μέσ.) συναποκρύβομαι
κρύβομαι μαζί με άλλον («ποῦ συναποκρυβῶσι μετ' αὐτῶν», ΠΔ)
2. βοηθώ σε απόκρυψη.