συναποκλείω: Difference between revisions
From LSJ
Πρᾶττε τὰ σαυτοῦ, μὴ τὰ τῶν ἄλλων φρόνει → Tuas res age; alienas ne curaveris → Tu deine Pflicht, um die der andren sorg' dich nicht
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συναποκλείω''': [[ἀποκλείω]] ὁλοσχερῶς, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. Α΄, 6 κατὰ τὸν Ἀλεξ. Κώδ.). | |lstext='''συναποκλείω''': [[ἀποκλείω]] ὁλοσχερῶς, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. Α΄, 6 κατὰ τὸν Ἀλεξ. Κώδ.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ<br />[[αποκλείω]] εντελώς («ἰοβόλοις ἑρπετοῖς συναποκλεισθῆναι», Μηναί.). | |mltxt=ΜΑ<br />[[αποκλείω]] εντελώς («ἰοβόλοις ἑρπετοῖς συναποκλεισθῆναι», Μηναί.). | ||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 27 September 2022
English (LSJ)
shut up altogether, LXX 1 Ki.1.5,6 cod. A.
German (Pape)
[Seite 1002] mit verschließen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συναποκλείω: ἀποκλείω ὁλοσχερῶς, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. Α΄, 6 κατὰ τὸν Ἀλεξ. Κώδ.).
Greek Monolingual
ΜΑ
αποκλείω εντελώς («ἰοβόλοις ἑρπετοῖς συναποκλεισθῆναι», Μηναί.).