συνερτικός: Difference between revisions
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=συνερτικός -ή -όν [συνείρω] goed in het aaneenrijgen (van woorden of argumenten). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:52, 25 August 2023
English (LSJ)
v. συνερκτικός.
Greek Monolingual
και συνερκτικός, -ή, -όν, Α συνείρω
(για ρήτορα) αυτός που συνδέει με δεξιοτεχνία τον λόγο του και κατατροπώνει τον αντίπαλό του.
Russian (Dvoretsky)
συνερτικός: безостановочный, неумолкающий (Arph. - v.l. συνερκτικός).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνερτικός -ή -όν [συνείρω] goed in het aaneenrijgen (van woorden of argumenten).