ψεκτικός: Difference between revisions
From LSJ
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1392.png Seite 1392]] zum Tadeln gehörig, geneigt, tadelsüchtig, [[εἶδος]] λόγων Anaxim. rhet. 1; auch adv. ψεκτικῶς, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1392.png Seite 1392]] zum Tadeln gehörig, geneigt, tadelsüchtig, [[εἶδος]] λόγων Anaxim. rhet. 1; auch adv. ψεκτικῶς, Sp. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ψεκτικός:''' [[ψέγω]] порицательный, хулительский ([[εἶδος]] λόγων Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[ψεκτικός]], -ή -όν, ΝΑ [[ψέκτης]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ψέκτη ή στον ψόγο, [[επικριτικός]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[φιλοκατήγορος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ψεκτικῶς</i> Α<br />με επικριτικό τρόπο. | |mltxt=-ή, -ό / [[ψεκτικός]], -ή -όν, ΝΑ [[ψέκτης]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ψέκτη ή στον ψόγο, [[επικριτικός]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[φιλοκατήγορος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ψεκτικῶς</i> Α<br />με επικριτικό τρόπο. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:00, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, censorious, Arist.Rh.Al.1421b9, Poll.5.117; τὸ-κόν Stoic.2.62. Adv. -κῶς Poll.5.118.
German (Pape)
[Seite 1392] zum Tadeln gehörig, geneigt, tadelsüchtig, εἶδος λόγων Anaxim. rhet. 1; auch adv. ψεκτικῶς, Sp.
Russian (Dvoretsky)
ψεκτικός: ψέγω порицательный, хулительский (εἶδος λόγων Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ψεκτικός: -ή, -όν, ὁ ἀγαπῶν νὰ ψέγῃ, μεμπτικός, φιλοκατήγορος, Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλεξ. 4. 1, Πολυδ. Ε΄, 118. - Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. αὐτόθι.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ψεκτικός, -ή -όν, ΝΑ ψέκτης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ψέκτη ή στον ψόγο, επικριτικός
2. (για πρόσ.) φιλοκατήγορος.
επίρρ...
ψεκτικῶς Α
με επικριτικό τρόπο.