δίκυκλος: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=di/kuklos
|Beta Code=di/kuklos
|Definition=[ῐ], ον, [[two-wheeled]], ὄχημα <span class="bibl">Lib.<span class="title">Or.</span>1.33</span>; <b class="b3">δ. [ἅρμα</b>] [[two-wheeled]] car, <span class="bibl">D.C.76.7</span>.
|Definition=[ῐ], ον, [[two-wheeled]], ὄχημα <span class="bibl">Lib.<span class="title">Or.</span>1.33</span>; <b class="b3">δ. [ἅρμα</b>] [[two-wheeled]] car, <span class="bibl">D.C.76.7</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[de dos ruedas]] ὄχημα Lib.<i>Or</i>.1.33, cf. Poll.10.52<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ δ. [[carro de dos ruedas]], [[biga]] D.C.76.7.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''δίκυκλος''': -ον, ὁ δύο τροχοὺς ἔχων, δίτροχος, δ. [ἅρμα] Δίων Κ. 76. 7.
|lstext='''δίκυκλος''': -ον, ὁ δύο τροχοὺς ἔχων, δίτροχος, δ. [ἅρμα] Δίων Κ. 76. 7.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[de dos ruedas]] ὄχημα Lib.<i>Or</i>.1.33, cf. Poll.10.52<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ δ. [[carro de dos ruedas]], [[biga]] D.C.76.7.2.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (AM [[δίκυκλος]], -ον)<br />(για σχήματα) αυτός που έχει δύο τροχούς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δίκυκλο</i><br />α) το [[ποδήλατο]]<br />β) η [[μοτοσικλέτα]].
|mltxt=-ο (AM [[δίκυκλος]], -ον)<br />(για σχήματα) αυτός που έχει δύο τροχούς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δίκυκλο</i><br />α) το [[ποδήλατο]]<br />β) η [[μοτοσικλέτα]].
}}
}}

Revision as of 10:35, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίκυκλος Medium diacritics: δίκυκλος Low diacritics: δίκυκλος Capitals: ΔΙΚΥΚΛΟΣ
Transliteration A: díkyklos Transliteration B: dikyklos Transliteration C: dikyklos Beta Code: di/kuklos

English (LSJ)

[ῐ], ον, two-wheeled, ὄχημα Lib.Or.1.33; δ. [ἅρμα] two-wheeled car, D.C.76.7.

Spanish (DGE)

-ον
de dos ruedas ὄχημα Lib.Or.1.33, cf. Poll.10.52
subst. τὸ δ. carro de dos ruedas, biga D.C.76.7.2.

German (Pape)

[Seite 630] zweirädrig; ὄχημα Liban.; τό δ., dasselbe, D. Cass. 76, 7.

Greek (Liddell-Scott)

δίκυκλος: -ον, ὁ δύο τροχοὺς ἔχων, δίτροχος, δ. [ἅρμα] Δίων Κ. 76. 7.

Greek Monolingual

-ο (AM δίκυκλος, -ον)
(για σχήματα) αυτός που έχει δύο τροχούς
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το δίκυκλο
α) το ποδήλατο
β) η μοτοσικλέτα.