δίκολπος: Difference between revisions

From LSJ

ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=di/kolpos
|Beta Code=di/kolpos
|Definition=ον, [[with two sinuses]], Gal.2.890.
|Definition=ον, [[with two sinuses]], Gal.2.890.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον [[de dos senos]] de la matriz, Praxag.Cous 12, cf. Sch.Hp.2.211.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''δίκολπος''': -ον, ὁ ἔχων δύο κόλπους ἢ κοιλότητας, [[μήτρα]] Γαλην. 4, 2770.
|lstext='''δίκολπος''': -ον, ὁ ἔχων δύο κόλπους ἢ κοιλότητας, [[μήτρα]] Γαλην. 4, 2770.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον [[de dos senos]] de la matriz, Praxag.Cous 12, cf. Sch.Hp.2.211.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον (Α [[δίκολπος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[χώρα]] ή νήσο) αυτή που τα παράλιά της σχηματίζουν δύο κόλπους<br /><b>αρχ.</b><br />(για τη [[μήτρα]]) αυτή που έχει δύο κόλπους.
|mltxt=-ον (Α [[δίκολπος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[χώρα]] ή νήσο) αυτή που τα παράλιά της σχηματίζουν δύο κόλπους<br /><b>αρχ.</b><br />(για τη [[μήτρα]]) αυτή που έχει δύο κόλπους.
}}
}}

Revision as of 10:40, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐκολπος Medium diacritics: δίκολπος Low diacritics: δίκολπος Capitals: ΔΙΚΟΛΠΟΣ
Transliteration A: díkolpos Transliteration B: dikolpos Transliteration C: dikolpos Beta Code: di/kolpos

English (LSJ)

ον, with two sinuses, Gal.2.890.

Spanish (DGE)

-ον de dos senos de la matriz, Praxag.Cous 12, cf. Sch.Hp.2.211.

German (Pape)

[Seite 629] mit doppeltem Busen, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

δίκολπος: -ον, ὁ ἔχων δύο κόλπους ἢ κοιλότητας, μήτρα Γαλην. 4, 2770.

Greek Monolingual

-ον (Α δίκολπος, -ον)
νεοελλ.
(για χώρα ή νήσο) αυτή που τα παράλιά της σχηματίζουν δύο κόλπους
αρχ.
(για τη μήτρα) αυτή που έχει δύο κόλπους.