γρυπαίνω: Difference between revisions

From LSJ

περί τοῦ πέρδεσθαι οὐ καταισχύνει, πάντων γὰρ περδομένων → as for the farting, he causes no shame, because everybody farts

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=grupai/nw
|Beta Code=grupai/nw
|Definition== [[γρυπόομαι]], Dionys. ap. Harp., Hsch.
|Definition== [[γρυπόομαι]], Dionys. ap. Harp., Hsch.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[curvarse]] Dionysius en Harp.s.u. γρυπάνιον, cf. [[γρύπτω]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''γρῡπαίνω''': [[γρυπόομαι]], Διονύσ. παρ’ Ἁρπ., Σουΐδ., Ε. Μ.·-ὁ ἀόρ. ἔγρυπεν ἡ γῆ, ἀναφερόμενον ἐκ τοῦ Μελανθίου, αὐτ., ἀποδίδοται εἰς τὸν τύπον γρύπτω, γνωστὸν ἐκ τοῦ Ἡσυχ.
|lstext='''γρῡπαίνω''': [[γρυπόομαι]], Διονύσ. παρ’ Ἁρπ., Σουΐδ., Ε. Μ.·-ὁ ἀόρ. ἔγρυπεν ἡ γῆ, ἀναφερόμενον ἐκ τοῦ Μελανθίου, αὐτ., ἀποδίδοται εἰς τὸν τύπον γρύπτω, γνωστὸν ἐκ τοῦ Ἡσυχ.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[curvarse]] Dionysius en Harp.s.u. γρυπάνιον, cf. [[γρύπτω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γρυπαίνω]] (Α) [[γρυπός]]<br />[[γρυπούμαι]].
|mltxt=[[γρυπαίνω]] (Α) [[γρυπός]]<br />[[γρυπούμαι]].
}}
}}

Revision as of 11:50, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γρῡπαίνω Medium diacritics: γρυπαίνω Low diacritics: γρυπαίνω Capitals: ΓΡΥΠΑΙΝΩ
Transliteration A: grypaínō Transliteration B: grypainō Transliteration C: grypaino Beta Code: grupai/nw

English (LSJ)

= γρυπόομαι, Dionys. ap. Harp., Hsch.

Spanish (DGE)

curvarse Dionysius en Harp.s.u. γρυπάνιον, cf. γρύπτω.

German (Pape)

[Seite 507] krümmen, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

γρῡπαίνω: γρυπόομαι, Διονύσ. παρ’ Ἁρπ., Σουΐδ., Ε. Μ.·-ὁ ἀόρ. ἔγρυπεν ἡ γῆ, ἀναφερόμενον ἐκ τοῦ Μελανθίου, αὐτ., ἀποδίδοται εἰς τὸν τύπον γρύπτω, γνωστὸν ἐκ τοῦ Ἡσυχ.

Greek Monolingual

γρυπαίνω (Α) γρυπός
γρυπούμαι.