κατασχόμενος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατασχόμενος:''' μτχ. Μέσ. αορ. βʹ, με Παθ. [[σημασία]], βλ. [[κατέχω]] Γ II.
|lsmtext='''κατασχόμενος:''' μτχ. Μέσ. αορ. βʹ, με Παθ. [[σημασία]], βλ. [[κατέχω]] Γ II.
}}
}}

Latest revision as of 09:35, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασχόμενος Medium diacritics: κατασχόμενος Low diacritics: κατασχόμενος Capitals: ΚΑΤΑΣΧΟΜΕΝΟΣ
Transliteration A: kataschómenos Transliteration B: kataschomenos Transliteration C: kataschomenos Beta Code: katasxo/menos

English (LSJ)

aor. part. Med. used in pass. sense, v. κατέχω C.11.

Greek (Liddell-Scott)

κατασχόμενος: μετοχ. μέσ. ἀορ. ἐν χρήσει ἐπὶ παθ. σημασ., ἴδε κατέχω Γ. ΙΙ.

Greek Monotonic

κατασχόμενος: μτχ. Μέσ. αορ. βʹ, με Παθ. σημασία, βλ. κατέχω Γ II.