κατασχόμενος

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασχόμενος Medium diacritics: κατασχόμενος Low diacritics: κατασχόμενος Capitals: ΚΑΤΑΣΧΟΜΕΝΟΣ
Transliteration A: kataschómenos Transliteration B: kataschomenos Transliteration C: kataschomenos Beta Code: katasxo/menos

English (LSJ)

aor. part. Med. used in pass. sense, v. κατέχω C.11.

Greek (Liddell-Scott)

κατασχόμενος: μετοχ. μέσ. ἀορ. ἐν χρήσει ἐπὶ παθ. σημασ., ἴδε κατέχω Γ. ΙΙ.

Greek Monotonic

κατασχόμενος: μτχ. Μέσ. αορ. βʹ, με Παθ. σημασία, βλ. κατέχω Γ II.