κατασχόμενος
From LSJ
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
Full diacritics: κατασχόμενος | Medium diacritics: κατασχόμενος | Low diacritics: κατασχόμενος | Capitals: ΚΑΤΑΣΧΟΜΕΝΟΣ |
Transliteration A: kataschómenos | Transliteration B: kataschomenos | Transliteration C: kataschomenos | Beta Code: katasxo/menos |
aor. part. Med. used in pass. sense, v. κατέχω C.11.
κατασχόμενος: μετοχ. μέσ. ἀορ. ἐν χρήσει ἐπὶ παθ. σημασ., ἴδε κατέχω Γ. ΙΙ.
κατασχόμενος: μτχ. Μέσ. αορ. βʹ, με Παθ. σημασία, βλ. κατέχω Γ II.