κουρευτικός: Difference between revisions
Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=koureutiko/s | |Beta Code=koureutiko/s | ||
|Definition=ή, όν, = [[κουρεύσιμος]], Sch.E.l.c.; μαχαιρίδια <span class="bibl">Olymp.<span class="title">Vit.Pl.</span>p.3</span> W. | |Definition=ή, όν, = [[κουρεύσιμος]], Sch.E.l.c.; μαχαιρίδια <span class="bibl">Olymp.<span class="title">Vit.Pl.</span>p.3</span> W. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κουρευτικός:''' Diog. L. = [[κουρικός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κουρευτικός]], -ή, -όν) [[κουρευτής]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[κούρεμα]], αυτός με τον οποίο γίνεται το [[κούρεμα]] («κουρευτικά μαχαιρίδια», Ολυμπ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα κουρευτικά</i><br />η [[αμοιβή]] του κουρέα, του κουρευτή<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «κουρευτική [[μηχανή]]» <br />α) [[εργαλείο]] που χρησιμεύει για το [[κόψιμο]] τών μαλλιών τών ανθρώπων ή του τριχώματος τών ζώων<br />β) [[εργαλείο]] τών κηπουρών που χρησιμοποιείται για το [[κόψιμο]] του χλοοτάπητα, [[μικρογραφία]] θεριστικής μηχανής<br />γ) <b>(υφαντ.)</b> [[εργαλείο]] που χρησιμεύει στο [[κόψιμο]] τών μάλλινων υφασμάτων και μερικές φορές και τών βαμβακερών. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[κουρευτικός]], -ή, -όν) [[κουρευτής]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[κούρεμα]], αυτός με τον οποίο γίνεται το [[κούρεμα]] («κουρευτικά μαχαιρίδια», Ολυμπ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα κουρευτικά</i><br />η [[αμοιβή]] του κουρέα, του κουρευτή<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «κουρευτική [[μηχανή]]» <br />α) [[εργαλείο]] που χρησιμεύει για το [[κόψιμο]] τών μαλλιών τών ανθρώπων ή του τριχώματος τών ζώων<br />β) [[εργαλείο]] τών κηπουρών που χρησιμοποιείται για το [[κόψιμο]] του χλοοτάπητα, [[μικρογραφία]] θεριστικής μηχανής<br />γ) <b>(υφαντ.)</b> [[εργαλείο]] που χρησιμεύει στο [[κόψιμο]] τών μάλλινων υφασμάτων και μερικές φορές και τών βαμβακερών. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:45, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, = κουρεύσιμος, Sch.E.l.c.; μαχαιρίδια Olymp.Vit.Pl.p.3 W.
Russian (Dvoretsky)
κουρευτικός: Diog. L. = κουρικός.
Greek (Liddell-Scott)
κουρευτικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς κουρέα, μαχαίριον Ὀλυμπ. Βίος Πλάτ.· οὕτω κουρεύσιμος, η, ον, Σχόλ. Εὐρ. εἰς Ὀρέστ. 966.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α κουρευτικός, -ή, -όν) κουρευτής
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κούρεμα, αυτός με τον οποίο γίνεται το κούρεμα («κουρευτικά μαχαιρίδια», Ολυμπ.)
νεοελλ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κουρευτικά
η αμοιβή του κουρέα, του κουρευτή
2. φρ. «κουρευτική μηχανή»
α) εργαλείο που χρησιμεύει για το κόψιμο τών μαλλιών τών ανθρώπων ή του τριχώματος τών ζώων
β) εργαλείο τών κηπουρών που χρησιμοποιείται για το κόψιμο του χλοοτάπητα, μικρογραφία θεριστικής μηχανής
γ) (υφαντ.) εργαλείο που χρησιμεύει στο κόψιμο τών μάλλινων υφασμάτων και μερικές φορές και τών βαμβακερών.