κρατητής: Difference between revisions

From LSJ

τούτου μὲν τοῦ ἀνθρώπου ἐγὼ σοφώτερός εἰμι → I am wiser than this man

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κρατητής]], -oῡ, ὁ (Α) [[κρατώ]]<br />αυτός που κρατά [[κάτι]], που βαστάζει ή κατέχει [[κάτι]].
|mltxt=[[κρατητής]], -oῡ, ὁ (Α) [[κρατώ]]<br />αυτός που κρατά [[κάτι]], που βαστάζει ή κατέχει [[κάτι]].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>der [[Etwas]] festhält</i>, τινός, Sp.
}}
}}

Revision as of 16:48, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰτητής Medium diacritics: κρατητής Low diacritics: κρατητής Capitals: ΚΡΑΤΗΤΗΣ
Transliteration A: kratētḗs Transliteration B: kratētēs Transliteration C: kratitis Beta Code: krathth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, one who holds or possesses, ἱερῶν Procl.Par.Ptol.228.

Greek Monolingual

κρατητής, -oῡ, ὁ (Α) κρατώ
αυτός που κρατά κάτι, που βαστάζει ή κατέχει κάτι.

German (Pape)

ὁ, der Etwas festhält, τινός, Sp.