λευκοπληθής: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=leukoplhqh/s
|Beta Code=leukoplhqh/s
|Definition=ές, [[full of persons in white]], ἐκκλησία <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ec.</span>387</span>.
|Definition=ές, [[full of persons in white]], ἐκκλησία <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ec.</span>387</span>.
}}
{{elru
|elrutext='''λευκοπληθής:''' [[полный одетыми в белое людьми]] ([[ἐκκλησία]] Arph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λευκοπληθής]], -ές (Α)<br />(για [[συνέλευση]] του λαού) [[γεμάτος]] ανθρώπους ντυμένους στα [[λευκά]] («οὐ γὰρ ἀλλ' ὑπερφυῶς ὡς [[λευκοπληθὴς]] ἦν ἰδεῖν [[ἐκκλησία]]», <b>Αριστοφ.</b>).
|mltxt=[[λευκοπληθής]], -ές (Α)<br />(για [[συνέλευση]] του λαού) [[γεμάτος]] ανθρώπους ντυμένους στα [[λευκά]] («οὐ γὰρ ἀλλ' ὑπερφυῶς ὡς [[λευκοπληθὴς]] ἦν ἰδεῖν [[ἐκκλησία]]», <b>Αριστοφ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''λευκοπληθής:''' [[полный одетыми в белое людьми]] ([[ἐκκλησία]] Arph.).
}}
}}

Revision as of 13:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκοπληθής Medium diacritics: λευκοπληθής Low diacritics: λευκοπληθής Capitals: ΛΕΥΚΟΠΛΗΘΗΣ
Transliteration A: leukoplēthḗs Transliteration B: leukoplēthēs Transliteration C: lefkoplithis Beta Code: leukoplhqh/s

English (LSJ)

ές, full of persons in white, ἐκκλησία Ar.Ec.387.

Russian (Dvoretsky)

λευκοπληθής: полный одетыми в белое людьми (ἐκκλησία Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

λευκοπληθής: -ές, πλήρης ἀνθρώπων ἐνδεδυμένων λευκά, ἐκκλησία Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 387.

Greek Monolingual

λευκοπληθής, -ές (Α)
(για συνέλευση του λαού) γεμάτος ανθρώπους ντυμένους στα λευκά («οὐ γὰρ ἀλλ' ὑπερφυῶς ὡς λευκοπληθὴς ἦν ἰδεῖν ἐκκλησία», Αριστοφ.).