λωποδυσία: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[λωποδυσία]] και λωποδυτία) [[λωποδύτης]]<br />[[ξεγύμνωμα]], επιτήδεια [[κλοπή]], [[ιδίως]] αντικειμένων μικρής αξίας<br /><b>αρχ.</b><br />[[κλοπή]] ενδυμάτων.
|mltxt=η (Α [[λωποδυσία]] και λωποδυτία) [[λωποδύτης]]<br />[[ξεγύμνωμα]], επιτήδεια [[κλοπή]], [[ιδίως]] αντικειμένων μικρής αξίας<br /><b>αρχ.</b><br />[[κλοπή]] ενδυμάτων.
}}
{{pape
|ptext=ἡ, <i>[[Kleiderdiebstahl]]</i>, s. [[λωποδύτης]].
}}
}}

Revision as of 16:53, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λωποδῠσία Medium diacritics: λωποδυσία Low diacritics: λωποδυσία Capitals: ΛΩΠΟΔΥΣΙΑ
Transliteration A: lōpodysía Transliteration B: lōpodysia Transliteration C: lopodysia Beta Code: lwpodusi/a

English (LSJ)

ἡ, (λῶπος, δύω) prop. slipping into another's clothes: hence, highway-robbery, J.BJ4.3.4 (pl.), Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

λωποδῠσία: ἡ, κλοπὴ ἐνδυμάτων, «ξεγύμνωμα», λῄστευσις, Γλωσσ.· ― λωποδῠσίου δίκη, καταγγελία ἐπὶ λῃστείᾳ, λωποδυσίᾳ, Ἑρμογέν.· πρβλ. Att. Process. σ. 360.

Greek Monolingual

η (Α λωποδυσία και λωποδυτία) λωποδύτης
ξεγύμνωμα, επιτήδεια κλοπή, ιδίως αντικειμένων μικρής αξίας
αρχ.
κλοπή ενδυμάτων.

German (Pape)

ἡ, Kleiderdiebstahl, s. λωποδύτης.