μεγάμυκος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεγάμυκος]], -ον (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> (ως επίθ. του όνου) «[[μεγαλομυκητής]]», αυτός που μυκάται ηχηρά, [[δυνατά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγα</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μυκος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>μυκῶμαι</i> «[[μουγγρίζω]]»), [[πρβλ]]. <i>εύ</i>-<i>μυκος</i>].
|mltxt=[[μεγάμυκος]], -ον (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> (ως επίθ. του όνου) «[[μεγαλομυκητής]]», αυτός που μυκάται ηχηρά, [[δυνατά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγα</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μυκος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>μυκῶμαι</i> «[[μουγγρίζω]]»), [[πρβλ]]. [[εύμυκος]]].
}}
}}

Revision as of 06:45, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγάμῡκος Medium diacritics: μεγάμυκος Low diacritics: μεγάμυκος Capitals: ΜΕΓΑΜΥΚΟΣ
Transliteration A: megámykos Transliteration B: megamykos Transliteration C: megamykos Beta Code: mega/mukos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, loud-braying, ὄνος Hsch.

German (Pape)

[Seite 108] Erkl. von ἐρίμυκος, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μεγάμῡκος: -ον, ὁ μεγάλως, ἠχηρῶς μυκώμενος, «μεγαλομυκητὴς» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μεγάμυκος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) (ως επίθ. του όνου) «μεγαλομυκητής», αυτός που μυκάται ηχηρά, δυνατά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα- + -μυκος (< μυκῶμαι «μουγγρίζω»), πρβλ. εύμυκος].