νικήεις: Difference between revisions
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=nikh/eis | |Beta Code=nikh/eis | ||
|Definition=Dor. νικ-άεις [ᾱ], εσσα, εν, [[conquering]], AP 7.428.5 (Mel.). | |Definition=Dor. νικ-άεις [ᾱ], εσσα, εν, [[conquering]], AP 7.428.5 (Mel.). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νῑκήεις:''' дор. νῑκάεις, άεσσα, ᾶεν (κᾱ) побеждающий, победоносный Anth. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νῑκήεις:''' Δωρ. [[νικάεις]], [ᾶ], -εσσα, -εν, αυτός που νικά, [[νικητής]], σε Ανθ. | |lsmtext='''νῑκήεις:''' Δωρ. [[νικάεις]], [ᾶ], -εσσα, -εν, αυτός που νικά, [[νικητής]], σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=νῑκήεις, δοριξ [[νικάεις]], εσσα, εν [from νῑ́κη]<br />[[victorious]], Anth. | |mdlsjtxt=νῑκήεις, δοριξ [[νικάεις]], εσσα, εν [from νῑ́κη]<br />[[victorious]], Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:54, 3 October 2022
English (LSJ)
Dor. νικ-άεις [ᾱ], εσσα, εν, conquering, AP 7.428.5 (Mel.).
Russian (Dvoretsky)
νῑκήεις: дор. νῑκάεις, άεσσα, ᾶεν (κᾱ) побеждающий, победоносный Anth.
Greek (Liddell-Scott)
νῑκήεις: Δωρ. νικάεις, εσσα, εν, ὁ νικῶν, Ἀνθ. Π. 7. 428.
Greek Monolingual
νικήεις, δωρ. τ. νικάεις, -εσσα, -εν (Α)
αυτός που νικά ή που νίκησε, ο νικητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νίκη + κατάλ. -ήεις / -ᾱεις (πρβλ. φθογγ-ήεις)].
Greek Monotonic
νῑκήεις: Δωρ. νικάεις, [ᾶ], -εσσα, -εν, αυτός που νικά, νικητής, σε Ανθ.
Middle Liddell
νῑκήεις, δοριξ νικάεις, εσσα, εν [from νῑ́κη]
victorious, Anth.