νεοκατασκεύαστος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[νεοκατασκεύαστος]], -ον)<br />αυτός που κατασκευάστηκε πρόσφατα<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που διορίστηκε πρόσφατα. | |mltxt=-η, -ο (Α [[νεοκατασκεύαστος]], -ον)<br />αυτός που κατασκευάστηκε πρόσφατα<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που διορίστηκε πρόσφατα. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext== [[νεοκατάσκευος]], Sp. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:12, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, newly made, Sch.Ar. V.646, Sch.A.R.1.775, Sch.S.Tr.1277.
Greek (Liddell-Scott)
νεοκατασκεύαστος: -ον, ὁ νεωστὶ κατασκευασθείς, τὰ νεοκατασκεύαστα (τῶν ἱματίων) Ἰω. Χρυσ. τ. 4, σ. 60, 34· «νεοκατασκεύαστον μύλην» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 646, κτλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α νεοκατασκεύαστος, -ον)
αυτός που κατασκευάστηκε πρόσφατα
αρχ.
αυτός που διορίστηκε πρόσφατα.
German (Pape)
= νεοκατάσκευος, Sp.