ξυλοφόριος: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν φέρουσι καρπὸν οἱ σεμνοὶ τρόποι → Mores decori frugis est pulchrae seges → Ein ehrbarer Charakter bringt willkommne Frucht

Menander, Monostichoi, 303
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0282.png Seite 282]] zum Holztragen gehörig; τὰ ξυλοφόρια, sc. [[ἱερά]], das Laubhüttenfest der Juden, Ios.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0282.png Seite 282]] zum Holztragen gehörig; τὰ ξυλοφόρια, ''[[sc.]]'' [[ἱερά]], das Laubhüttenfest der Juden, Ios.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 11:15, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλοφόριος Medium diacritics: ξυλοφόριος Low diacritics: ξυλοφόριος Capitals: ΞΥΛΟΦΟΡΙΟΣ
Transliteration A: xylophórios Transliteration B: xylophorios Transliteration C: ksyloforios Beta Code: culofo/rios

English (LSJ)

ον, belonging to a wood-offering, ἡ τῶν ξυλοφορίων ἑορτή the Jewish feast of Tabernacles, J.BJ 2.17.6.

German (Pape)

[Seite 282] zum Holztragen gehörig; τὰ ξυλοφόρια, sc. ἱερά, das Laubhüttenfest der Juden, Ios.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλοφόριος: -ον, ὁ ἀνήκων εἰς ξυλοφορίαν, ξ. ἑορτή, ἡ Ἰουδαϊκὴ ἑορτὴ τῆς σκηνοπηγίας, Ἰωσήπου Ἰουδ. Πόλ. 2. 17, 6.

Greek Monolingual

ξυλοφόριος, -ον (Α) ξυλοφόρος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ξυλοφορία, στην προσφορά ξύλων
2. (ο πληθ. του ουδ. ως ουσ.) τὰ ξυλοφόρια
η εορτή τών Ιουδαίων Σκηνοπηγία, κατά την οποία μετέφεραν κλάδους δένδρων για κατασκευή σκηνών («ἡ τῶν ξυλοφορίων ἑορτὴ», Ιώσ.).