εἰκοσινήριτος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῆμα παράκαιρον τὸν ὅλον ἀνατρέπει βίον → Vitae lues vox missa non in tempore → Ein Wort zur Unzeit stülpt das ganze Leben um

Menander, Monostichoi, 466
m (Text replacement - "cf. <b class="b3">([^\s-\.]*?[αΑάΆΒβΓγΔδεΕέΈΖζηΗήΉΘθιΙίΊϊΪΐΚκΛλΜμΝνΞξοΟςόΌΠπΡρΣσΤτυΥυύΎϋΫΰΦφΧχΨψωΩώΏ]+?[^\s-\.]*?)<\/b>" to "cf. $1")
(6_17)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=ei)kosinh/ritos
|Beta Code=ei)kosinh/ritos
|Definition=ον, (<b class="b3">εἴκοσιν, ἀρι</b>- 'count', cf. [[ἀριθμός]]) <b class="b3">, δεκάκις τε καὶ εἰ. ἄποινα</b> a ten-, yea <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">twentyfold</b> ransom, <span class="bibl">Il.22.349</span>.</span>
|Definition=ον, (<b class="b3">εἴκοσιν, ἀρι</b>- 'count', cf. [[ἀριθμός]]) <b class="b3">, δεκάκις τε καὶ εἰ. ἄποινα</b> a ten-, yea <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">twentyfold</b> ransom, <span class="bibl">Il.22.349</span>.</span>
}}
{{ls
|lstext='''εἰκοσινήριτος''': -ον, μόνον ἐν Ἰλ. Χ. 349, εἰκοσινήριτ’ [[ἄποινα]], εἰκοσαπλασίονα λύτρα, (ἐκ τοῦ [[νήριτος]] = νήριστος, δηλ. [[ἄνευ]] ἔριδος, ἀδιαφιλονεικήτως εἰκοσαπλάσια, ἕτεροι ἐκ τοῦ εἴκοσιν ἐρίζοντα, δηλ. ἐξισούμενα· κατὰ τὸν Σχολ. «[[εἰκοσάκις]] ἐξισούμενα τῇ τοῦ σώματος σωτηρίᾳ. τὸ γὰρ ἐρίζειν ἐξισοῦσθαί ἐστιν»).
}}
}}

Revision as of 11:38, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰκοσῐνήρῐτος Medium diacritics: εἰκοσινήριτος Low diacritics: εικοσινήριτος Capitals: ΕΙΚΟΣΙΝΗΡΙΤΟΣ
Transliteration A: eikosinḗritos Transliteration B: eikosinēritos Transliteration C: eikosiniritos Beta Code: ei)kosinh/ritos

English (LSJ)

ον, (εἴκοσιν, ἀρι- 'count', cf. ἀριθμός) , δεκάκις τε καὶ εἰ. ἄποινα a ten-, yea

   A twentyfold ransom, Il.22.349.

Greek (Liddell-Scott)

εἰκοσινήριτος: -ον, μόνον ἐν Ἰλ. Χ. 349, εἰκοσινήριτ’ ἄποινα, εἰκοσαπλασίονα λύτρα, (ἐκ τοῦ νήριτος = νήριστος, δηλ. ἄνευ ἔριδος, ἀδιαφιλονεικήτως εἰκοσαπλάσια, ἕτεροι ἐκ τοῦ εἴκοσιν ἐρίζοντα, δηλ. ἐξισούμενα· κατὰ τὸν Σχολ. «εἰκοσάκις ἐξισούμενα τῇ τοῦ σώματος σωτηρίᾳ. τὸ γὰρ ἐρίζειν ἐξισοῦσθαί ἐστιν»).