ἐγκαλινδέομαι: Difference between revisions

From LSJ

εἶταγνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=e)gkalinde/omai
|Beta Code=e)gkalinde/omai
|Definition=[[roll about in]], τῇσι ψάμμοισι <span class="bibl">Aret. <span class="title">CD</span>1.2</span>: metaph., πολλῇσι συμφορῇσι <span class="bibl">Hp. <span class="title">Ep.</span> 17</span>; ταραχαῖς καὶ κινδύνοις <span class="bibl">Agath.4.27</span>; [[wallow in]], ταῖς λιχνείαις <span class="bibl">Ath.6.262b</span>, cf. <span class="bibl">Them. <span class="title">Or.</span> 29.346b</span>.
|Definition=[[roll about in]], τῇσι ψάμμοισι <span class="bibl">Aret. <span class="title">CD</span>1.2</span>: metaph., πολλῇσι συμφορῇσι <span class="bibl">Hp. <span class="title">Ep.</span> 17</span>; ταραχαῖς καὶ κινδύνοις <span class="bibl">Agath.4.27</span>; [[wallow in]], ταῖς λιχνείαις <span class="bibl">Ath.6.262b</span>, cf. <span class="bibl">Them. <span class="title">Or.</span> 29.346b</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[dar vueltas]], [[moverse]], fig. [[vivir entre]] c. dat. τῇσι ψάμμοισι Aret.<i>CD</i> 1.2.18, τὸ τῶν δούλων γένος ... τοσαύταις ἐγκαλινδούμενον λιχνείαις Ath.262b, οἱ ταῖς ἀσελγέσι ἐγκαλινδηθέντες εὐναῖς Basil.M.31.548C, ταραχαῖς τε καὶ κινδύνοις ἐγκαλινδούμενος Agath.4.27.6, καὶ κώμοις καὶ μέθαις ἐγκαλινδοῦμαι voy de fiesta en fiesta y de borrachera en borrachera</i> Lib.<i>Decl</i>.12.36, καθάπερ τις σκώληξ ἐγκαλινδούμενος βορβόρῳ Chrys.M.58.624, cf. 564, ταῖς τοῦ βίου μερίμναις <i>Lex.Vind</i>.85.3.<br /><b class="num">2</b> [[dar vueltas]], [[vagar]] [[ἄνω]] καὶ κάτω Them.<i>Or</i>.29.346b, cf. Hsch.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγκᾰλινδέομαι''': παθ. περικυλινδοῦμαι εἴς τι, τῇ ψάμμῳ Ἀρεταῖος Ὀξέων Νούσ. Θεραπευτ. 1. 2· ἀσχολοῦμαι ἐν, ταῖς λιχνείαις Ἀθήν. 262Α.
|lstext='''ἐγκᾰλινδέομαι''': παθ. περικυλινδοῦμαι εἴς τι, τῇ ψάμμῳ Ἀρεταῖος Ὀξέων Νούσ. Θεραπευτ. 1. 2· ἀσχολοῦμαι ἐν, ταῖς λιχνείαις Ἀθήν. 262Α.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[dar vueltas]], [[moverse]], fig. [[vivir entre]] c. dat. τῇσι ψάμμοισι Aret.<i>CD</i> 1.2.18, τὸ τῶν δούλων γένος ... τοσαύταις ἐγκαλινδούμενον λιχνείαις Ath.262b, οἱ ταῖς ἀσελγέσι ἐγκαλινδηθέντες εὐναῖς Basil.M.31.548C, ταραχαῖς τε καὶ κινδύνοις ἐγκαλινδούμενος Agath.4.27.6, καὶ κώμοις καὶ μέθαις ἐγκαλινδοῦμαι voy de fiesta en fiesta y de borrachera en borrachera</i> Lib.<i>Decl</i>.12.36, καθάπερ τις σκώληξ ἐγκαλινδούμενος βορβόρῳ Chrys.M.58.624, cf. 564, ταῖς τοῦ βίου μερίμναις <i>Lex.Vind</i>.85.3.<br /><b class="num">2</b> [[dar vueltas]], [[vagar]] [[ἄνω]] καὶ κάτω Them.<i>Or</i>.29.346b, cf. Hsch.
}}
}}

Revision as of 17:09, 6 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκᾰλινδέομαι Medium diacritics: ἐγκαλινδέομαι Low diacritics: εγκαλινδέομαι Capitals: ΕΓΚΑΛΙΝΔΕΟΜΑΙ
Transliteration A: enkalindéomai Transliteration B: enkalindeomai Transliteration C: egkalindeomai Beta Code: e)gkalinde/omai

English (LSJ)

roll about in, τῇσι ψάμμοισι Aret. CD1.2: metaph., πολλῇσι συμφορῇσι Hp. Ep. 17; ταραχαῖς καὶ κινδύνοις Agath.4.27; wallow in, ταῖς λιχνείαις Ath.6.262b, cf. Them. Or. 29.346b.

Spanish (DGE)

1 dar vueltas, moverse, fig. vivir entre c. dat. τῇσι ψάμμοισι Aret.CD 1.2.18, τὸ τῶν δούλων γένος ... τοσαύταις ἐγκαλινδούμενον λιχνείαις Ath.262b, οἱ ταῖς ἀσελγέσι ἐγκαλινδηθέντες εὐναῖς Basil.M.31.548C, ταραχαῖς τε καὶ κινδύνοις ἐγκαλινδούμενος Agath.4.27.6, καὶ κώμοις καὶ μέθαις ἐγκαλινδοῦμαι voy de fiesta en fiesta y de borrachera en borrachera Lib.Decl.12.36, καθάπερ τις σκώληξ ἐγκαλινδούμενος βορβόρῳ Chrys.M.58.624, cf. 564, ταῖς τοῦ βίου μερίμναις Lex.Vind.85.3.
2 dar vueltas, vagar ἄνω καὶ κάτω Them.Or.29.346b, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 704] sich worin herumwälzen; ψάμμοισι Aret.; übertr., λιχνείαις, sich in Lüften herumwälzen, Ath. VI, 262 b; sich fortwährend mit Etwas beschäftigen, Themist. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκᾰλινδέομαι: παθ. περικυλινδοῦμαι εἴς τι, τῇ ψάμμῳ Ἀρεταῖος Ὀξέων Νούσ. Θεραπευτ. 1. 2· ἀσχολοῦμαι ἐν, ταῖς λιχνείαις Ἀθήν. 262Α.