ἐκλεικτόν: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκλεικτόν''': τό, [[φάρμακον]] [[ὅπερ]] δύναταί τις νὰ λείχῃ, ἢ [[ὅπερ]] τιθέμενον εἰς τὸ [[στόμα]] διαλύεται, «ματζοῦνι», Λατ. [[ecligma]], [[electuarium]], Ἱππ. 401. 45, Διοσκ. 2. 125· - ἐκλεικτικός, ή, όν, ὁ χρησιμεύων ὡς [[ἐκλεικτόν]], Ἱππ. 401. 41· - [[ὡσαύτως]] ἔκλειγμα, τό, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 5, κτλ. | |lstext='''ἐκλεικτόν''': τό, [[φάρμακον]] [[ὅπερ]] δύναταί τις νὰ λείχῃ, ἢ [[ὅπερ]] τιθέμενον εἰς τὸ [[στόμα]] διαλύεται, «ματζοῦνι», Λατ. [[ecligma]], [[electuarium]], Ἱππ. 401. 45, Διοσκ. 2. 125· - ἐκλεικτικός, ή, όν, ὁ χρησιμεύων ὡς [[ἐκλεικτόν]], Ἱππ. 401. 41· - [[ὡσαύτως]] ἔκλειγμα, τό, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 5, κτλ. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=τό, <i>eine [[Arznei]], die man aufleckt, im Munde [[zergehen]] läßt</i>, Medic. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 16:51, 24 November 2022
English (LSJ)
τό, = ἔκλειγμα, Hp.l.c., Dsc.4.185.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκλεικτόν: τό, φάρμακον ὅπερ δύναταί τις νὰ λείχῃ, ἢ ὅπερ τιθέμενον εἰς τὸ στόμα διαλύεται, «ματζοῦνι», Λατ. ecligma, electuarium, Ἱππ. 401. 45, Διοσκ. 2. 125· - ἐκλεικτικός, ή, όν, ὁ χρησιμεύων ὡς ἐκλεικτόν, Ἱππ. 401. 41· - ὡσαύτως ἔκλειγμα, τό, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 5, κτλ.
German (Pape)
τό, eine Arznei, die man aufleckt, im Munde zergehen läßt, Medic.