ἑτεροιότης: Difference between revisions
From LSJ
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἑτεροιότης:''' ητος ἡ отличие, разница (πρός τι Plat.). | |elrutext='''ἑτεροιότης:''' ητος ἡ [[отличие]], [[разница]] (πρός τι Plat.). | ||
}} | }} |
Revision as of 15:09, 13 September 2022
English (LSJ)
ητος, ἡ, difference in kind, Pl.Prm.160d, Ph.1.5; ἡ ἑτερότης ἄρα ἑτεροιότης Dam.Pr. 440.
German (Pape)
[Seite 1048] ητος, ἡ, die Verschiedenartigkeit, πρός τι, Plat. Parm..164 a; Philo.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτεροιότης: -ητος, ἡ, διαφορὰ κατὰ τὸ εἶδος, Πλάτ. Παρμ. 160D, 164Α.
Greek Monolingual
ἑτεροιότης, ἡ (Α)
ετεροίος
η διαφορά είδους.