ἀνάγγελτος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)na/ggeltos
|Beta Code=a)na/ggeltos
|Definition=ον, [[unannounced]], [[secret]], Hld. ap.Hsch. [[sub verbo|s.v.]] [[ἀνάπαυστα]].
|Definition=ον, [[unannounced]], [[secret]], Hld. ap.Hsch. [[sub verbo|s.v.]] [[ἀνάπαυστα]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον [[secreto]] Hld.Gr. en Apollon.<i>Lex</i>.458.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνάγγελτος''': -ον, ὁ μὴ ἀναγγελθείς, [[ἀπόρρητος]], Ἡλιόδ. παρ. Ἡσυχ. ἐν λέξει ἀνάπυστα.
|lstext='''ἀνάγγελτος''': -ον, ὁ μὴ ἀναγγελθείς, [[ἀπόρρητος]], Ἡλιόδ. παρ. Ἡσυχ. ἐν λέξει ἀνάπυστα.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον [[secreto]] Hld.Gr. en Apollon.<i>Lex</i>.458.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br />αυτός που δεν αναγγέλθηκε, [[ακοινοποίητος]], [[μυστικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αναγγελτός</i> <span style="color: red;"><</span> [[αναγγέλλω]]. Η στερ. [[σημασία]] προήλθε από τη [[μετακίνηση]] του τόνου].
|mltxt=-η, -ο<br />αυτός που δεν αναγγέλθηκε, [[ακοινοποίητος]], [[μυστικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αναγγελτός</i> <span style="color: red;"><</span> [[αναγγέλλω]]. Η στερ. [[σημασία]] προήλθε από τη [[μετακίνηση]] του τόνου].
}}
}}

Revision as of 13:00, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάγγελτος Medium diacritics: ἀνάγγελτος Low diacritics: ανάγγελτος Capitals: ΑΝΑΓΓΕΛΤΟΣ
Transliteration A: anángeltos Transliteration B: anangeltos Transliteration C: anaggeltos Beta Code: a)na/ggeltos

English (LSJ)

ον, unannounced, secret, Hld. ap.Hsch. s.v. ἀνάπαυστα.

Spanish (DGE)

-ον secreto Hld.Gr. en Apollon.Lex.458.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάγγελτος: -ον, ὁ μὴ ἀναγγελθείς, ἀπόρρητος, Ἡλιόδ. παρ. Ἡσυχ. ἐν λέξει ἀνάπυστα.

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που δεν αναγγέλθηκε, ακοινοποίητος, μυστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναγγελτός < αναγγέλλω. Η στερ. σημασία προήλθε από τη μετακίνηση του τόνου].