ἀνακήρυκτος: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)nakh/ruktos
|Beta Code=a)nakh/ruktos
|Definition=ον, = [[ἀκήρυκτος]], dub. in <span class="bibl">Poll.8.139</span>.
|Definition=ον, = [[ἀκήρυκτος]], dub. in <span class="bibl">Poll.8.139</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[proclamado ruidosamente]], [[ensalzado]], [[glorificado]] ὅταν δὲ αὐτὸν ἀνακήρυκτον ποιῶσι ταῖς θεοκρίτοις ἀξίαις Dion.Ar.<i>Ep</i>.M.3.1085A, sent. peyor. ἡ ... σαρκικὴ ἡδονὴ ... ἔστιν ... ὄρος ... ἁμαρτίας καὶ ἀνακηρύκτου προθέσεως Nil.M.79.412C.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνακήρυκτος''': -ον, = ὁ ἀνακηρυχθείς, Διον. Ἀρεοπ.: [[ἀλλά]], 2) παρὰ Πολυδ. Η. 139 ἡ [[λέξις]] φαίνεται ὡς ἔχουσα τὴν σημασ. τοῦ [[ἀκήρυκτος]], δι’ ὃ καὶ παρελείφθη ἐν τῇ ἐκδ. τοῦ Βεκκ.
|lstext='''ἀνακήρυκτος''': -ον, = ὁ ἀνακηρυχθείς, Διον. Ἀρεοπ.: [[ἀλλά]], 2) παρὰ Πολυδ. Η. 139 ἡ [[λέξις]] φαίνεται ὡς ἔχουσα τὴν σημασ. τοῦ [[ἀκήρυκτος]], δι’ ὃ καὶ παρελείφθη ἐν τῇ ἐκδ. τοῦ Βεκκ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[proclamado ruidosamente]], [[ensalzado]], [[glorificado]] ὅταν δὲ αὐτὸν ἀνακήρυκτον ποιῶσι ταῖς θεοκρίτοις ἀξίαις Dion.Ar.<i>Ep</i>.M.3.1085A, sent. peyor. ἡ ... σαρκικὴ ἡδονὴ ... ἔστιν ... ὄρος ... ἁμαρτίας καὶ ἀνακηρύκτου προθέσεως Nil.M.79.412C.
}}
}}

Revision as of 16:25, 6 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακήρυκτος Medium diacritics: ἀνακήρυκτος Low diacritics: ανακήρυκτος Capitals: ΑΝΑΚΗΡΥΚΤΟΣ
Transliteration A: anakḗryktos Transliteration B: anakēryktos Transliteration C: anakiryktos Beta Code: a)nakh/ruktos

English (LSJ)

ον, = ἀκήρυκτος, dub. in Poll.8.139.

Spanish (DGE)

-ον
proclamado ruidosamente, ensalzado, glorificado ὅταν δὲ αὐτὸν ἀνακήρυκτον ποιῶσι ταῖς θεοκρίτοις ἀξίαις Dion.Ar.Ep.M.3.1085A, sent. peyor. ἡ ... σαρκικὴ ἡδονὴ ... ἔστιν ... ὄρος ... ἁμαρτίας καὶ ἀνακηρύκτου προθέσεως Nil.M.79.412C.

German (Pape)

[Seite 191] öffentlich bekannt gemacht, bes. durch den Herold.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακήρυκτος: -ον, = ὁ ἀνακηρυχθείς, Διον. Ἀρεοπ.: ἀλλά, 2) παρὰ Πολυδ. Η. 139 ἡ λέξις φαίνεται ὡς ἔχουσα τὴν σημασ. τοῦ ἀκήρυκτος, δι’ ὃ καὶ παρελείφθη ἐν τῇ ἐκδ. τοῦ Βεκκ.