ἀνακήρυκτος: Difference between revisions
From LSJ
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)nakh/ruktos | |Beta Code=a)nakh/ruktos | ||
|Definition=ον, = [[ἀκήρυκτος]], dub. in <span class="bibl">Poll.8.139</span>. | |Definition=ον, = [[ἀκήρυκτος]], dub. in <span class="bibl">Poll.8.139</span>. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[proclamado ruidosamente]], [[ensalzado]], [[glorificado]] ὅταν δὲ αὐτὸν ἀνακήρυκτον ποιῶσι ταῖς θεοκρίτοις ἀξίαις Dion.Ar.<i>Ep</i>.M.3.1085A, sent. peyor. ἡ ... σαρκικὴ ἡδονὴ ... ἔστιν ... ὄρος ... ἁμαρτίας καὶ ἀνακηρύκτου προθέσεως Nil.M.79.412C. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνακήρυκτος''': -ον, = ὁ ἀνακηρυχθείς, Διον. Ἀρεοπ.: [[ἀλλά]], 2) παρὰ Πολυδ. Η. 139 ἡ [[λέξις]] φαίνεται ὡς ἔχουσα τὴν σημασ. τοῦ [[ἀκήρυκτος]], δι’ ὃ καὶ παρελείφθη ἐν τῇ ἐκδ. τοῦ Βεκκ. | |lstext='''ἀνακήρυκτος''': -ον, = ὁ ἀνακηρυχθείς, Διον. Ἀρεοπ.: [[ἀλλά]], 2) παρὰ Πολυδ. Η. 139 ἡ [[λέξις]] φαίνεται ὡς ἔχουσα τὴν σημασ. τοῦ [[ἀκήρυκτος]], δι’ ὃ καὶ παρελείφθη ἐν τῇ ἐκδ. τοῦ Βεκκ. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:25, 6 October 2022
English (LSJ)
ον, = ἀκήρυκτος, dub. in Poll.8.139.
Spanish (DGE)
-ον
proclamado ruidosamente, ensalzado, glorificado ὅταν δὲ αὐτὸν ἀνακήρυκτον ποιῶσι ταῖς θεοκρίτοις ἀξίαις Dion.Ar.Ep.M.3.1085A, sent. peyor. ἡ ... σαρκικὴ ἡδονὴ ... ἔστιν ... ὄρος ... ἁμαρτίας καὶ ἀνακηρύκτου προθέσεως Nil.M.79.412C.
German (Pape)
[Seite 191] öffentlich bekannt gemacht, bes. durch den Herold.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακήρυκτος: -ον, = ὁ ἀνακηρυχθείς, Διον. Ἀρεοπ.: ἀλλά, 2) παρὰ Πολυδ. Η. 139 ἡ λέξις φαίνεται ὡς ἔχουσα τὴν σημασ. τοῦ ἀκήρυκτος, δι’ ὃ καὶ παρελείφθη ἐν τῇ ἐκδ. τοῦ Βεκκ.