ἀνθικός: Difference between revisions

From LSJ

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)nqiko/s
|Beta Code=a)nqiko/s
|Definition=ή, όν, [[flowering]], <b class="b3">τὰ ἀ</b>., opp. <b class="b3">τὰ φρυγανικά</b>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>6.62</span>.
|Definition=ή, όν, [[flowering]], <b class="b3">τὰ ἀ</b>., opp. <b class="b3">τὰ φρυγανικά</b>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>6.62</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[que produce flores]] τὰ ἀ. de las coronarias, op. [[τὰ φρυγανικά]] Thphr.<i>HP</i> 6.6.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνθικός''': -ή, -όν, ἀνήκων εἰς [[ἄνθη]] ἢ [[ὅμοιος]] τοῖς ἄνθεσι, τὰ ἀνθικὰ = [[ἄνθη]], Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 6. 6, 2.
|lstext='''ἀνθικός''': -ή, -όν, ἀνήκων εἰς [[ἄνθη]] ἢ [[ὅμοιος]] τοῖς ἄνθεσι, τὰ ἀνθικὰ = [[ἄνθη]], Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 6. 6, 2.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[que produce flores]] τὰ ἀ. de las coronarias, op. [[τὰ φρυγανικά]] Thphr.<i>HP</i> 6.6.2.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀνθικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα [[άνθη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που ανθοφορεί, που βγάζει λουλούδια.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀνθικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα [[άνθη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που ανθοφορεί, που βγάζει λουλούδια.
}}
}}

Revision as of 13:15, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθικός Medium diacritics: ἀνθικός Low diacritics: ανθικός Capitals: ΑΝΘΙΚΟΣ
Transliteration A: anthikós Transliteration B: anthikos Transliteration C: anthikos Beta Code: a)nqiko/s

English (LSJ)

ή, όν, flowering, τὰ ἀ., opp. τὰ φρυγανικά, Thphr.HP6.62.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
que produce flores τὰ ἀ. de las coronarias, op. τὰ φρυγανικά Thphr.HP 6.6.2.

German (Pape)

[Seite 232] die Blumen betreffend, Theophr., zw.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς ἄνθηὅμοιος τοῖς ἄνθεσι, τὰ ἀνθικὰ = ἄνθη, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 6. 6, 2.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀνθικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα άνθη
αρχ.
εκείνος που ανθοφορεί, που βγάζει λουλούδια.