ἀντάλλαγος: Difference between revisions
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)nta/llagos | |Beta Code=a)nta/llagos | ||
|Definition=ον, [[exchanged]] for [[another]], <span class="bibl">Men. 16</span>,<span class="bibl">254</span>,<span class="bibl">513</span>. | |Definition=ον, [[exchanged]] for [[another]], <span class="bibl">Men. 16</span>,<span class="bibl">254</span>,<span class="bibl">513</span>. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(ἀντάλλᾰγος) -ον<br />[[suplente]] ἐκλελάκτικεν ὁ χρηστὸς ἡμῖν μοιχός· ἀλλ' [[ἀντάλλαγος]] se ha largado nuestro buen adúltero; ya (vendrá) otro que lo sustituya</i> Men.<i>Fr</i>.16, θυγατέρα ἀντάλλαγον Men.<i>Fr</i>.220, τοῦτο ... ἀντάλλαγον Men.<i>Fr</i>.446. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντάλλαγος''': -ον, «ἀντάλλαγον καλοῦσι τὸν ἀντὶ ἑτέρου ἠλλαγμένον. Μένανδρος (ἐν) Κανηφόρῳ: ἐδεῖτο χρῆσαι τὴν σεαυτῆς θυγατέρα ἀντάλλαγον. (ἐν) Χήρᾳ: ἑκοῦσα δ’ ἀδελφὴ ποιήσει τοῦτὸ σοι ἀντάλλαγόν γ’ ἕξουσα τούτῳ διδομένη καὶ ἐν Ἁλιεῖ: ἐκλελάκτισεν ὁ χρηστὸς ἡμῖν [[μοιχός]], ἀλλ’ [[ἀντάλλαγος]]». Σουΐδ. | |lstext='''ἀντάλλαγος''': -ον, «ἀντάλλαγον καλοῦσι τὸν ἀντὶ ἑτέρου ἠλλαγμένον. Μένανδρος (ἐν) Κανηφόρῳ: ἐδεῖτο χρῆσαι τὴν σεαυτῆς θυγατέρα ἀντάλλαγον. (ἐν) Χήρᾳ: ἑκοῦσα δ’ ἀδελφὴ ποιήσει τοῦτὸ σοι ἀντάλλαγόν γ’ ἕξουσα τούτῳ διδομένη καὶ ἐν Ἁλιεῖ: ἐκλελάκτισεν ὁ χρηστὸς ἡμῖν [[μοιχός]], ἀλλ’ [[ἀντάλλαγος]]». Σουΐδ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀντάλλαγος]], -ον (Α)<br />αυτός που ανταλλάχθηκε με άλλον. | |mltxt=[[ἀντάλλαγος]], -ον (Α)<br />αυτός που ανταλλάχθηκε με άλλον. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:24, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, exchanged for another, Men. 16,254,513.
Spanish (DGE)
(ἀντάλλᾰγος) -ον
suplente ἐκλελάκτικεν ὁ χρηστὸς ἡμῖν μοιχός· ἀλλ' ἀντάλλαγος se ha largado nuestro buen adúltero; ya (vendrá) otro que lo sustituya Men.Fr.16, θυγατέρα ἀντάλλαγον Men.Fr.220, τοῦτο ... ἀντάλλαγον Men.Fr.446.
German (Pape)
[Seite 243] umgetauscht, Menand. bei Suid. Bei B. A. 410 steht dafür nach Mein. falsch ἀνταλλαῖος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντάλλαγος: -ον, «ἀντάλλαγον καλοῦσι τὸν ἀντὶ ἑτέρου ἠλλαγμένον. Μένανδρος (ἐν) Κανηφόρῳ: ἐδεῖτο χρῆσαι τὴν σεαυτῆς θυγατέρα ἀντάλλαγον. (ἐν) Χήρᾳ: ἑκοῦσα δ’ ἀδελφὴ ποιήσει τοῦτὸ σοι ἀντάλλαγόν γ’ ἕξουσα τούτῳ διδομένη καὶ ἐν Ἁλιεῖ: ἐκλελάκτισεν ὁ χρηστὸς ἡμῖν μοιχός, ἀλλ’ ἀντάλλαγος». Σουΐδ.
Greek Monolingual
ἀντάλλαγος, -ον (Α)
αυτός που ανταλλάχθηκε με άλλον.