ἀποδεσμεύω: Difference between revisions

From LSJ

ἀναπλασμὸς ἐκ ματαίων ἐλπίδων → building of castles in the air

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)podesmeu/w
|Beta Code=a)podesmeu/w
|Definition=[[bind fast]], <span class="bibl">LXX <span class="title">Pr.</span>26.8</span>, <span class="title">Hippiatr.</span>77.
|Definition=[[bind fast]], <span class="bibl">LXX <span class="title">Pr.</span>26.8</span>, <span class="title">Hippiatr.</span>77.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[atar fijamente]] λίθον ἐν σφενδόνῃ [[LXX]] <i>Pr</i>.26.8, cf. <i>Hippiatr</i>.77.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποδεσμεύω''': καὶ -έω, δένω σφιγκτά, Ἀπολλοδ. Πολιορκ. σ. 45Β, Ἑβδ. (Παροιμ. κϚ΄, 8).
|lstext='''ἀποδεσμεύω''': καὶ -έω, δένω σφιγκτά, Ἀπολλοδ. Πολιορκ. σ. 45Β, Ἑβδ. (Παροιμ. κϚ΄, 8).
}}
{{DGE
|dgtxt=[[atar fijamente]] λίθον ἐν σφενδόνῃ [[LXX]] <i>Pr</i>.26.8, cf. <i>Hippiatr</i>.77.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἀποδεσμεύω]], Α κ. ἀποδεσμῶ, -έω)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αποσυνδέω]], [[απαλλάσσω]], [[απελευθερώνω]]<br /><b>2.</b> [[απελευθερώνω]] καταθέσεις που είχαν με προηγούμενη [[απόφαση]] μου δεσμευθεί, [[επιτρέπω]] την [[ανάληψη]] τους<br /><b>αρχ.</b><br />[[δένω]] [[σφιχτά]].
|mltxt=(AM [[ἀποδεσμεύω]], Α κ. ἀποδεσμῶ, -έω)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αποσυνδέω]], [[απαλλάσσω]], [[απελευθερώνω]]<br /><b>2.</b> [[απελευθερώνω]] καταθέσεις που είχαν με προηγούμενη [[απόφαση]] μου δεσμευθεί, [[επιτρέπω]] την [[ανάληψη]] τους<br /><b>αρχ.</b><br />[[δένω]] [[σφιχτά]].
}}
}}

Revision as of 13:41, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδεσμεύω Medium diacritics: ἀποδεσμεύω Low diacritics: αποδεσμεύω Capitals: ΑΠΟΔΕΣΜΕΥΩ
Transliteration A: apodesmeúō Transliteration B: apodesmeuō Transliteration C: apodesmeyo Beta Code: a)podesmeu/w

English (LSJ)

bind fast, LXX Pr.26.8, Hippiatr.77.

Spanish (DGE)

atar fijamente λίθον ἐν σφενδόνῃ LXX Pr.26.8, cf. Hippiatr.77.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδεσμεύω: καὶ -έω, δένω σφιγκτά, Ἀπολλοδ. Πολιορκ. σ. 45Β, Ἑβδ. (Παροιμ. κϚ΄, 8).

Greek Monolingual

(AM ἀποδεσμεύω, Α κ. ἀποδεσμῶ, -έω)
νεοελλ.
1. αποσυνδέω, απαλλάσσω, απελευθερώνω
2. απελευθερώνω καταθέσεις που είχαν με προηγούμενη απόφαση μου δεσμευθεί, επιτρέπω την ανάληψη τους
αρχ.
δένω σφιχτά.