Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀστερίτης: Difference between revisions

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)steri/ths
|Beta Code=a)steri/ths
|Definition=(sc. [[λίθος]]), ὁ, name of a [[mythical precious stone]], Ptol.Heph. ap. <span class="bibl">Phot. p.153B.</span>, Ps.-Democr.Alch.<span class="bibl">p.50B.</span>
|Definition=(sc. [[λίθος]]), ὁ, name of a [[mythical precious stone]], Ptol.Heph. ap. <span class="bibl">Phot. p.153B.</span>, Ps.-Democr.Alch.<span class="bibl">p.50B.</span>
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ n. de una [[piedra preciosa]] legendaria, Ptol.Chenn.7.19, Ps.Democr.p.50, Isid.<i>Etym</i>.16.10.3.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀστερίτης''': ὁ, [[λίθος]] τις εὑρισκόμενος, καθ’ ἃ λέγεται, ἐντὸς θαλασσίου κητώδους ἰχθύος, «ὃν (τὸν ἀστερίαν) εἰς ἥλιον τεθέντα ἀνάπτεσθαι, ποιεῖν δὲ καὶ πρὸς [[φίλτρον]]» Φωτ. Βιβλιοθ. κῶδ. 190. σ. 153, 23.
|lstext='''ἀστερίτης''': ὁ, [[λίθος]] τις εὑρισκόμενος, καθ’ ἃ λέγεται, ἐντὸς θαλασσίου κητώδους ἰχθύος, «ὃν (τὸν ἀστερίαν) εἰς ἥλιον τεθέντα ἀνάπτεσθαι, ποιεῖν δὲ καὶ πρὸς [[φίλτρον]]» Φωτ. Βιβλιοθ. κῶδ. 190. σ. 153, 23.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ n. de una [[piedra preciosa]] legendaria, Ptol.Chenn.7.19, Ps.Democr.p.50, Isid.<i>Etym</i>.16.10.3.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀστερίτης]], ο (Α) [[αστήρ]]<br />[[ονομασία]] μυθικού πολύτιμου λίθου.
|mltxt=[[ἀστερίτης]], ο (Α) [[αστήρ]]<br />[[ονομασία]] μυθικού πολύτιμου λίθου.
}}
}}

Revision as of 14:50, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστερίτης Medium diacritics: ἀστερίτης Low diacritics: αστερίτης Capitals: ΑΣΤΕΡΙΤΗΣ
Transliteration A: asterítēs Transliteration B: asteritēs Transliteration C: asteritis Beta Code: a)steri/ths

English (LSJ)

(sc. λίθος), ὁ, name of a mythical precious stone, Ptol.Heph. ap. Phot. p.153B., Ps.-Democr.Alch.p.50B.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ n. de una piedra preciosa legendaria, Ptol.Chenn.7.19, Ps.Democr.p.50, Isid.Etym.16.10.3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστερίτης: ὁ, λίθος τις εὑρισκόμενος, καθ’ ἃ λέγεται, ἐντὸς θαλασσίου κητώδους ἰχθύος, «ὃν (τὸν ἀστερίαν) εἰς ἥλιον τεθέντα ἀνάπτεσθαι, ποιεῖν δὲ καὶ πρὸς φίλτρον» Φωτ. Βιβλιοθ. κῶδ. 190. σ. 153, 23.

Greek Monolingual

ἀστερίτης, ο (Α) αστήρ
ονομασία μυθικού πολύτιμου λίθου.