ἦλιψ: Difference between revisions
δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1163.png Seite 1163]] ιπος, ὁ, nach Schol. Theocr. 4, 56 eine dorische Fußbekleidung (παρὰ τὸ ἑλίσσειν τὸν πόδὰ), wovon [[ἀνήλιπος]] abgeleitet ist. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1163.png Seite 1163]] ιπος, ὁ, nach Schol. Theocr. 4, 56 eine dorische Fußbekleidung (παρὰ τὸ ἑλίσσειν τὸν πόδὰ), wovon [[ἀνήλιπος]] abgeleitet ist. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ἤλιπος (ὁ) :<br />sorte de chaussure dorienne THEOCR.<br />'''Étymologie:''' ὑπόδημά [[τι]] παρὰ τὸ ἑλίσσειν τὸν πόδα Schol. Theocr. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἦλιψ''': ῐπος, ὁ, Δωρικὸς [[ὑπόδημα]] (ἴδε [[ἀνήλιπος]]), Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 4. 56. | |lstext='''ἦλιψ''': ῐπος, ὁ, Δωρικὸς [[ὑπόδημα]] (ἴδε [[ἀνήλιπος]]), Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 4. 56. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἦλιψ]], ὁ (Α)<br />δωρικό [[υπόδημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ως β' συνθετικό απαντά στις λ. [[νηλίπους]], [[νήλιπος]]«[[ξυπόλυτος]]»]. | |mltxt=[[ἦλιψ]], ὁ (Α)<br />δωρικό [[υπόδημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ως β' συνθετικό απαντά στις λ. [[νηλίπους]], [[νήλιπος]]«[[ξυπόλυτος]]»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:25, 2 October 2022
English (LSJ)
ῐπος, ὁ, a Dorian shoe (cf. ἀνήλιπος), Sch.Theoc.4.56.
German (Pape)
[Seite 1163] ιπος, ὁ, nach Schol. Theocr. 4, 56 eine dorische Fußbekleidung (παρὰ τὸ ἑλίσσειν τὸν πόδὰ), wovon ἀνήλιπος abgeleitet ist.
French (Bailly abrégé)
ἤλιπος (ὁ) :
sorte de chaussure dorienne THEOCR.
Étymologie: ὑπόδημά τι παρὰ τὸ ἑλίσσειν τὸν πόδα Schol. Theocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἦλιψ: ῐπος, ὁ, Δωρικὸς ὑπόδημα (ἴδε ἀνήλιπος), Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 4. 56.
Greek Monolingual
ἦλιψ, ὁ (Α)
δωρικό υπόδημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ως β' συνθετικό απαντά στις λ. νηλίπους, νήλιπος«ξυπόλυτος»].