ὀξυκέλευθος: Difference between revisions
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀξυκέλευθος]], -ον (Α)<br />αυτός που διασχίζει τους δρόμους [[γρήγορα]], που τρέχει [[γρήγορα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κέλευθος]] «[[οδός]]» ( | |mltxt=[[ὀξυκέλευθος]], -ον (Α)<br />αυτός που διασχίζει τους δρόμους [[γρήγορα]], που τρέχει [[γρήγορα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κέλευθος]] «[[οδός]]» ([[πρβλ]]. [[ομοκέλευθος]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:15, 8 May 2023
English (LSJ)
ον, quick-travelling, δρόμος Nonn.D.5.233 codd. (λοξοκέλευθον Koch, Ludw.).
German (Pape)
[Seite 352] schnell reisend, Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξῠκέλευθος: -ον, ὁ ταχέως ὁδοιπορῶν, Νόνν. Δ. 5. 233· ὁ Gräfe διωξικέλευθον.
Greek Monolingual
ὀξυκέλευθος, -ον (Α)
αυτός που διασχίζει τους δρόμους γρήγορα, που τρέχει γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + κέλευθος «οδός» (πρβλ. ομοκέλευθος)].