ὠκυλόχεια: Difference between revisions
From LSJ
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ, Α<br />(ως [[προσωνυμία]] της Αρτέμιδος) αυτή που επιταχύνει, που διευκολύνει τον τοκετό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠκύς]] «γρήγορος» <span style="color: red;">+</span> [[λοχεία]] «[[τοκετός]]»]. | |mltxt=ἡ, Α<br />(ως [[προσωνυμία]] της Αρτέμιδος) αυτή που επιταχύνει, που διευκολύνει τον τοκετό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠκύς]] «γρήγορος» <span style="color: red;">+</span> [[λοχεία]] «[[τοκετός]]»]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ἡ, <i>die eine [[schnelle]], [[leichte]] [[Geburt]] [[befördert]]</i>, Orph. <i>H</i>. 1.4, [[öfter]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:50, 24 November 2022
English (LSJ)
ἡ, giving a quick birth, of Artemis, Orph. H.2.4, 36.8; of Φύσις, ib.10.19.
Greek (Liddell-Scott)
ὠκῠλόχεια: ἡ, ἡ ταχύνουσα ἢ εὐκολύνουσα τὸν τοκετόν, ἐπὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Ὀρφ. Ὕμν. 1.4, κτλ.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(ως προσωνυμία της Αρτέμιδος) αυτή που επιταχύνει, που διευκολύνει τον τοκετό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + λοχεία «τοκετός»].
German (Pape)
ἡ, die eine schnelle, leichte Geburt befördert, Orph. H. 1.4, öfter.