περιπόλησις: Difference between revisions
Οὔκ ἔστιν οὕτω μῶρος ὃς θανεῖν ἐρᾷ → No one is so foolish that they wish to die
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0589.png Seite 589]] ἡ, das Umhergehen, Umgehen, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0589.png Seite 589]] ἡ, das Umhergehen, Umgehen, Sp. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περιπόλησις:''' εως ἡ [[обход]], [[странствование]]: π. τῆς ψυχῆς Diog. L. (тж. [[μετεμψύχωσις]]) переселение душ, метемпсихоз. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ήσεως, ἡ, ΜΑ [[περιπολώ]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[περιπολώ]], [[περιφορά]] [[γύρω]] από [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (για αστέρες) [[περιστροφή]] («ἄπειρός τις τῶν οὐρανίων σωμάτων [[περιπόλησις]]», Ιω. Λυδ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[περιπόλησις]] ψυχῆς»<br />(στη [[μετεμψύχωση]]) [[επαναστροφή]] της ψυχής. | |mltxt=-ήσεως, ἡ, ΜΑ [[περιπολώ]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[περιπολώ]], [[περιφορά]] [[γύρω]] από [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (για αστέρες) [[περιστροφή]] («ἄπειρός τις τῶν οὐρανίων σωμάτων [[περιπόλησις]]», Ιω. Λυδ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[περιπόλησις]] ψυχῆς»<br />(στη [[μετεμψύχωση]]) [[επαναστροφή]] της ψυχής. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:35, 3 October 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, revolution, of the stars, Ph.1.10 (pl.); τῶν οὐρανίων Theo Sm.p.120 H., cf. lamb. VP15.65; τὴν π. ποιεῖσθαι, of the sun, Porph. ap. Eus.PE3.12; π. τῆς ψυχῆς, of metempsychosis, Max.Tyr.38.3, D.L.8.4.
German (Pape)
[Seite 589] ἡ, das Umhergehen, Umgehen, Sp.
Russian (Dvoretsky)
περιπόλησις: εως ἡ обход, странствование: π. τῆς ψυχῆς Diog. L. (тж. μετεμψύχωσις) переселение душ, метемпсихоз.
Greek (Liddell-Scott)
περιπόλησις: -εως, ἡ, τὸ περιφέρεσθαι· ἡ τῶν ἀστέρων περιφορά, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. 15 (65) · π. τῆς ψυχῆς, ἐπὶ τῆς μετεμψυχώσεως, Διογ. Λ. 8. 4.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, ΜΑ περιπολώ
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του περιπολώ, περιφορά γύρω από κάτι
2. (για αστέρες) περιστροφή («ἄπειρός τις τῶν οὐρανίων σωμάτων περιπόλησις», Ιω. Λυδ.)
3. φρ. «περιπόλησις ψυχῆς»
(στη μετεμψύχωση) επαναστροφή της ψυχής.