λίχανος: Difference between revisions
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ἡ) :<br /><i>s.e.</i> [[χορδή]];<br /><b>1</b> corde de la lyre qu’on touchait avec l'index de la main gauche;<br /><b>2</b> son de cette corde.<br />'''Étymologie:''' R. Λιχ, v. [[λείχω]]. | |btext=ου (ἡ) :<br /><i>s.e.</i> [[χορδή]];<br /><b>1</b> corde de la lyre qu’on touchait avec l'index de la main gauche;<br /><b>2</b> [[son de cette corde]].<br />'''Étymologie:''' R. Λιχ, v. [[λείχω]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λίχανος]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> η τελευταία [[χορδή]] της λύρας ή της κιθάρας, η οποία δονείται με τον λιχανό, δηλ. με τον δείκτη του χεριού («ἐάν δὲ τὴν λίχανον κινήσῃ, ἤ τινα ἄλλον φθόγγον, [[τότε]] φαίνεται διαφέρειν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[ήχος]] που βγαίνει από τη [[δόνηση]] αυτής της χορδής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιχανός]], με αναβιβασμό του τόνου]. | |mltxt=[[λίχανος]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> η τελευταία [[χορδή]] της λύρας ή της κιθάρας, η οποία δονείται με τον λιχανό, δηλ. με τον δείκτη του χεριού («ἐάν δὲ τὴν λίχανον κινήσῃ, ἤ τινα ἄλλον φθόγγον, [[τότε]] φαίνεται διαφέρειν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[ήχος]] που βγαίνει από τη [[δόνηση]] αυτής της χορδής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιχανός]], με αναβιβασμό του τόνου]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:42, 30 November 2022
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
s.e. χορδή;
1 corde de la lyre qu’on touchait avec l'index de la main gauche;
2 son de cette corde.
Étymologie: R. Λιχ, v. λείχω.
Greek Monolingual
λίχανος, ἡ (Α)
1. η τελευταία χορδή της λύρας ή της κιθάρας, η οποία δονείται με τον λιχανό, δηλ. με τον δείκτη του χεριού («ἐάν δὲ τὴν λίχανον κινήσῃ, ἤ τινα ἄλλον φθόγγον, τότε φαίνεται διαφέρειν», Αριστοτ.)
2. ο ήχος που βγαίνει από τη δόνηση αυτής της χορδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιχανός, με αναβιβασμό του τόνου].