διαγώγιον: Difference between revisions

From LSJ

Βούλου δ' ἀρέσκειν πᾶσι, μὴ σαυτῷ μόνῳ → Studeas placere cunctis, non soli tibi → Such allen zu gefallen, nicht nur dir allein

Menander, Monostichoi, 76
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0575.png Seite 575]] τό, Durchgangszoll, Pol. 4, 52.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0575.png Seite 575]] τό, Durchgangszoll, Pol. 4, 52.
}}
{{elru
|elrutext='''διαγώγιον:''' τό [[пошлина за проезд или провоз]], [[дорожный сбор]] Polyb.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διαγώγιον]], το (Α)<br />όρος που χρησιμοποιήθηκε από τους αρχαίους για τον χαρακτηρισμό τών διοδίων που έπρεπε να καταβάλλουν στην [[πόλη]] του Βυζαντίου τα πλοία που διέρχονταν τον Βόσπορο.
|mltxt=[[διαγώγιον]], το (Α)<br />όρος που χρησιμοποιήθηκε από τους αρχαίους για τον χαρακτηρισμό τών διοδίων που έπρεπε να καταβάλλουν στην [[πόλη]] του Βυζαντίου τα πλοία που διέρχονταν τον Βόσπορο.
}}
{{elru
|elrutext='''διαγώγιον:''' τό [[пошлина за проезд или провоз]], [[дорожный сбор]] Polyb.
}}
}}

Revision as of 12:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διᾰγώγιον Medium diacritics: διαγώγιον Low diacritics: διαγώγιον Capitals: ΔΙΑΓΩΓΙΟΝ
Transliteration A: diagṓgion Transliteration B: diagōgion Transliteration C: diagogion Beta Code: diagw/gion

English (LSJ)

τό, transit-duty, toll, Plb.4.52.5.

Spanish (DGE)

-ου, τό
1 derecho de peaje μηδένα πράττειν τὸ διαγώγιον τῶν εἰς τὸν Πόντον πλεόντων no exigirán a nadie derecho de peaje sobre las naves que se dirijan al Ponto Plb.4.52.5.
2 lugar de descanso, An.Par.2.166.

German (Pape)

[Seite 575] τό, Durchgangszoll, Pol. 4, 52.

Russian (Dvoretsky)

διαγώγιον: τό пошлина за проезд или провоз, дорожный сбор Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

διᾰγώγιον: τό, ὁ πρὸς διάβασιν φόρος, Πολύβ. 4. 52, 5· ἴδε παραγώγιον.

Greek Monolingual

διαγώγιον, το (Α)
όρος που χρησιμοποιήθηκε από τους αρχαίους για τον χαρακτηρισμό τών διοδίων που έπρεπε να καταβάλλουν στην πόλη του Βυζαντίου τα πλοία που διέρχονταν τον Βόσπορο.