παραγώγιον
From LSJ
English (LSJ)
τό,
A toll levied on ships visiting a port, Philippid.17, IG11(2).163 A24 (Delos, iii B. C.), Milet.3 No.139.6 (iii B. C.), Plb.4.47.3, Poll.9.30.
II well, source, Cod.Just.11.43.10.
German (Pape)
[Seite 475] τό, Durchgangszoll, den vorbei- od. durchfahrende Schiffe entrichten, Pol. 4, 47, 3, vgl. Poll. 9, 30.
Russian (Dvoretsky)
παρᾰγώγιον: τό пошлина за проезд (с пропускаемых судов) Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
παραγώγιον: τό, φόρος τις ὃν ἀπέτινον πλοῖα διερχόμενα διά τινος λιμένος (οἷον οἱ Ἄγγλοι κατέβαλλον ἄλλοτε εἰς τοὺς Δανοὺς ὡς «φόρον προσορμίσεως» Φιλιππίδ. ἐν «Συμπλεούσας» 2, Πολύβ. 4. 47, 3 Ἴδε διαγώγιον.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ
μσν.
πηγή ή πηγάδι
αρχ.
λιμενικός φόρος τον οποίο κατέβαλλαν πλοία κατά τη διέλευση τους από ένα λιμάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -αγώγιον (< ἀγώγιον < ἀγωγός), πρβλ. καταγώγιον].