βελονοειδής: Difference between revisions
From LSJ
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=velonoeidis | |Transliteration C=velonoeidis | ||
|Beta Code=belonoeidh/s | |Beta Code=belonoeidh/s | ||
|Definition= | |Definition=βελονοειδές, [[needle-shaped]], σχήματα [[Theophrastus]] ''Sens.''77; <b class="b3">β. ἔκφυσις</b> [[styloid]] process of the temporal bone, Gal.''UP''7.19, al. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 11:03, 25 August 2023
English (LSJ)
βελονοειδές, needle-shaped, σχήματα Theophrastus Sens.77; β. ἔκφυσις styloid process of the temporal bone, Gal.UP7.19, al.
Spanish (DGE)
-ές
1 de forma de aguja σχήματα de los átomos que producen el color azul, Thphr.Sens.77 (= Democr.A 135).
2 anat. ἐκφύσεις βελονοειδεῖς las apófisis estiloides en el hueso temporal, Gal.3.592, 852, 18(2).957, 959
•como subst. αἱ βελονοειδῆς los músculos estiloides Gal.18(2).958.
German (Pape)
[Seite 441] ές, nadelförmig, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
βελονοειδής: -ές, ὁ ἔχων τὸ σχῆμα τῆς βελόνης, αἰχμηρός, Γαλην.
Greek Monolingual
-ές
όρος που αναφέρεται στα στενά και σκληρά φύλλα που μοιάζουν με βελόνα όπως είναι π.χ. τα φύλλα του πεύκου.