βραχύρριζος: Difference between revisions
From LSJ
εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[βραχύρριζος]], -ον)<br />(για φυτά) αυτός που έχει κοντές ρίζες. | |mltxt=-η, -ο (Α [[βραχύρριζος]], -ον)<br />(για φυτά) αυτός που έχει κοντές ρίζες. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>mit kurzen [[Wurzeln]]</i>, Theophr. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:04, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, with a short root, ib.1.
Spanish (DGE)
-ον
que tiene raíces cortas τὰ φυτευόμενα Thphr.CP 3.7.1, cf. HP 7.2.9.
Greek (Liddell-Scott)
βρᾰχύρριζος: -ον, ὁ ἔχων βραχεῖαν ῥίζαν, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 3. 7, 1.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α βραχύρριζος, -ον)
(για φυτά) αυτός που έχει κοντές ρίζες.
German (Pape)
mit kurzen Wurzeln, Theophr.