ἀκαθαίρετος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκαθαίρετος]], -ον) [[καθαιρῶ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει καθαιρεθεί, παυθεί από το αξίωμά του<br /><b>2.</b> αυτός που δεν μπορεί [[κανείς]] να καταργήσει, [[ακατάλυτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ακαταμάχητος]], [[ακατάβλητος]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκαθαίρετος]], -ον) [[καθαιρῶ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει καθαιρεθεί, παυθεί από το αξίωμά του<br /><b>2.</b> αυτός που δεν μπορεί [[κανείς]] να καταργήσει, [[ακατάλυτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ακαταμάχητος]], [[ακατάβλητος]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[unzerstörbar]]</i>, Sp. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:05, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, (καθαιρέω) not to be put down, Ph.1.39,al.; not weakened, Sor.1.21.
Spanish (DGE)
-ον
I 1intacto Origenes Cels.7.26
•de un obispo no depuesto Pall.V.Chrys.13.139.
2 medic. no debilitado Sor.14.23.
II 1indestructible πλοῦτος τῆς φύσεως Ph.2.376, λόγος Ph.1.636
•subst. τὸ ἀ. la indestructibilidad de los mandamientos de Dios, Didym.in Ps.cat.118.152.
2 inextinguible, sin cuartel μάχη Ph.1.39, πόλεμος Ph.1.372.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκᾰθαίρετος: -ον, (καθαιρέω) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ καταβάλῃ, Φίλων 2. 166.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκαθαίρετος, -ον) καθαιρῶ
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει καθαιρεθεί, παυθεί από το αξίωμά του
2. αυτός που δεν μπορεί κανείς να καταργήσει, ακατάλυτος
αρχ.
ακαταμάχητος, ακατάβλητος.
German (Pape)
unzerstörbar, Sp.