ἀκλόνητος: Difference between revisions
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀκλόνητος]], -ον) [[κλονῶ]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν κλονίζεται, [[αδιάσειστος]], [[σταθερός]]<br /><b>2.</b> [[απτόητος]], [[αμετάπειστος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>επίρρ.</b> <i>ἀκλονήτως</i><br />[[χωρίς]] [[λιποψυχία]]. | |mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀκλόνητος]], -ον) [[κλονῶ]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν κλονίζεται, [[αδιάσειστος]], [[σταθερός]]<br /><b>2.</b> [[απτόητος]], [[αμετάπειστος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>επίρρ.</b> <i>ἀκλονήτως</i><br />[[χωρίς]] [[λιποψυχία]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext== [[ἄκλονος]], <i>[[unerschüttert]]</i>, Sp. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:53, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, unshaken, unmoved, Suid., Phot.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no zarandeado, que no sufre sacudidas Φαέθων ... μήτε οἷός τε ὢν ... ἐφιππάζεσθαι ἀ. Palaeph.52.
2 inalterable de Cristo, Origenes M.12.289B, del hombre, Cyr.Al.M.69.956A, c. ac. de rel. τὴν γνώμην ἀκλόνητοι Gr.Nyss.Mart.2.163.1.
II adv. -ως inalterablemente Cyr.Al.M.72.88D.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκλόνητος: -ον, ἀδιάσειστος, ἀκλόνητος, Συνέσ., Σουΐδ., Συλλ. Ἐπιγρ. 8672. ― Ἐπίρρ. -τως, Κύριλλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀκλόνητος, -ον) κλονῶ
1. αυτός που δεν κλονίζεται, αδιάσειστος, σταθερός
2. απτόητος, αμετάπειστος
μσν.
επίρρ. ἀκλονήτως
χωρίς λιποψυχία.
German (Pape)
= ἄκλονος, unerschüttert, Sp.