ἀμβλυγώνιος: Difference between revisions
Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=amvlygonios | |Transliteration C=amvlygonios | ||
|Beta Code=a)mblugw/nios | |Beta Code=a)mblugw/nios | ||
|Definition= | |Definition=ἀμβλυγώνιον, [[obtuse-angled]], τρίγωνα Euc.1.28, al.; [[κωνοειδές]], [[κῶνος]], Archim.Con.Sph.Praef.: Subst. [[ἀμβλυγώνιον]], τό, [[obtuse angle]], Plb. 34.6.7. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 11:03, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀμβλυγώνιον, obtuse-angled, τρίγωνα Euc.1.28, al.; κωνοειδές, κῶνος, Archim.Con.Sph.Praef.: Subst. ἀμβλυγώνιον, τό, obtuse angle, Plb. 34.6.7.
Spanish (DGE)
-ον
geom.
1 obtusángulo τρίγωνον Euc.1Def.21, Str.2.1.34, Poll.4.161
•ἡ ἀμβλυγωνίου κώνου τομά hipérbola Archim.Con.Sph.praef.p.153 passim, Papp.672.23
•τὸ ἀμβλυγώνιον κωνοειδές hiperboloide de revolución Archim.Con.Sph.praef.p.154.
2 obtuso γωνία Hero.Def.41
•subst. τὸ ἀ. ángulo obtuso Plb.34.6.7, Gloss.4.16.
German (Pape)
[Seite 118] stumpfwinklig, Mathem.; τὸ ἀμβ., der stumpfe Winkel, Pol. 34, 6, 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμβλῠγώνιος: -ον, ὁ ἔχων ἀμβλείας γωνίας, Πολύβ. 34. 6, 7.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α ἀμβλυγώνιος, -ον)
αυτός που έχει αμβλεία γωνία
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το ἀμβλυγώνιον
αμβλεία γωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβλὺς + -γώνιος < γωνία.