ἀναθηματικός: Difference between revisions

From LSJ

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0188.png Seite 188]] zum Weihgeschenk gehörig, τιμαί, Ehren, die in Weihgeschenken, Statuen u. dgl. bestehen, Pol. 27, 15.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0188.png Seite 188]] zum Weihgeschenk gehörig, τιμαί, Ehren, die in Weihgeschenken, Statuen u. dgl. bestehen, Pol. 27, 15.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναθημᾰτικός:''' [[заключающийся в жертвенных приношениях]], [[жертвенный]] (τιμαί Polyb.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀναθηματικός]], -ή, -όν) [[ἀνάθημα]]<br /><b>1.</b> ο [[σχετικός]] με το [[ανάθημα]]<br /><b>2.</b> αυτός που χρησιμεύει ως [[ανάθημα]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αποτελείται από αναθήματα.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀναθηματικός]], -ή, -όν) [[ἀνάθημα]]<br /><b>1.</b> ο [[σχετικός]] με το [[ανάθημα]]<br /><b>2.</b> αυτός που χρησιμεύει ως [[ανάθημα]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αποτελείται από αναθήματα.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναθημᾰτικός:''' [[заключающийся в жертвенных приношениях]], [[жертвенный]] (τιμαί Polyb.).
}}
}}

Revision as of 17:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναθηματικός Medium diacritics: ἀναθηματικός Low diacritics: αναθηματικός Capitals: ΑΝΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: anathēmatikós Transliteration B: anathēmatikos Transliteration C: anathimatikos Beta Code: a)naqhmatiko/s

English (LSJ)

ή, όν, consisting of votive offerings, τιμαί Plb.27.18.2.

Spanish (DGE)

-ή, -όν consistente en ofrendas votivas τιμαί Plb.27.18.2.

German (Pape)

[Seite 188] zum Weihgeschenk gehörig, τιμαί, Ehren, die in Weihgeschenken, Statuen u. dgl. bestehen, Pol. 27, 15.

Russian (Dvoretsky)

ἀναθημᾰτικός: заключающийся в жертвенных приношениях, жертвенный (τιμαί Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀναθηματικός: -ή, -όν, ὁ συνιστάμενος ἐξ ἀναθημάτων, τιμαί Πολύβ. 27. 15, 3.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀναθηματικός, -ή, -όν) ἀνάθημα
1. ο σχετικός με το ανάθημα
2. αυτός που χρησιμεύει ως ανάθημα
αρχ.
αυτός που αποτελείται από αναθήματα.