ἀποδειλίασις: Difference between revisions
From LSJ
ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-εως, ἡ<br />[[cobardía]] Plb.3.103.2, Plb.35.4.4, πρὸς Ἰνδούς Plu.<i>Alex</i>.13. | |dgtxt=-εως, ἡ<br />[[cobardía]] Plb.3.103.2, Plb.35.4.4, πρὸς Ἰνδούς Plu.<i>Alex</i>.13. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />crainte, lâcheté.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποδειλιάω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποδειλίᾱσις''': -εως, ἡ, τὸ ἀποδειλιᾶν, [[μεγάλη]] [[δειλία]], [[φόβος]] καὶ [[τρόμος]], Πολύβ. 3. 103, 2· ἀπ. [[πρός]] τινα Πλουτ. Ἀλέξ. 13. | |lstext='''ἀποδειλίᾱσις''': -εως, ἡ, τὸ ἀποδειλιᾶν, [[μεγάλη]] [[δειλία]], [[φόβος]] καὶ [[τρόμος]], Πολύβ. 3. 103, 2· ἀπ. [[πρός]] τινα Πλουτ. Ἀλέξ. 13. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:20, 2 October 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, cowardice, Plb.3.103.2; ἀ.πρόστινα Plu.Alex. 13.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
cobardía Plb.3.103.2, Plb.35.4.4, πρὸς Ἰνδούς Plu.Alex.13.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
crainte, lâcheté.
Étymologie: ἀποδειλιάω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδειλίᾱσις: -εως, ἡ, τὸ ἀποδειλιᾶν, μεγάλη δειλία, φόβος καὶ τρόμος, Πολύβ. 3. 103, 2· ἀπ. πρός τινα Πλουτ. Ἀλέξ. 13.
Greek Monolingual
ἀποδειλίασις, η (Α)
η μεγάλη δειλία.
Greek Monotonic
ἀποδειλίᾱσις: -εως, ἡ, μεγάλη δειλία, υπερβολικός φόβος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποδειλίᾱσις: εως ἡ робость, малодушие Polyb., Plut.
Middle Liddell
[from ἀποδειλιάω
great cowardice, Plut.