ἀπόπεμπτος: Difference between revisions

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apopemptos
|Transliteration C=apopemptos
|Beta Code=a)po/pemptos
|Beta Code=a)po/pemptos
|Definition=ον, [[dismissed]], dub. in <span class="bibl"><span class="title">PPetr.</span>2p.52</span>(iii B.C.); cf. Hsch.
|Definition=ἀπόπεμπτον, [[dismissed]], dub. in ''PPetr.''2p.52(iii B.C.); cf. [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[despachado]], [[despedido]] τῶν ναυτῶν [ἀπο] πέμπτων γενομένων <i>PPetr</i>.2.15.7 (III a.C.), cf. Ephr.Syr.2.432c.<br /><b class="num">2</b> [[repudiable]], [[divorciable]] τυκτὸν κακὸν, οὐδ' ἀπόπεμπτον del mal matrimonio, Gr.Naz.M.37.570A, ἀπόπεμπτοι· οἱ ἄξιοι ἀποπεμφθῆναι διὰ μοχθηρίαν ἤθους Hsch.α 6555<br /><b class="num">•</b>[[ajeno]] οὐκ ἀπόπεμπτον ἐποιεῖτο τὸ χρῆναι μυσταγωγεῖν Cyr.Al.M.74.860B.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[despachado]], [[despedido]] τῶν ναυτῶν [ἀπο] πέμπτων γενομένων <i>PPetr</i>.2.15.7 (III a.C.), cf. Ephr.Syr.2.432c.<br /><b class="num">2</b> [[repudiable]], [[divorciable]] τυκτὸν κακὸν, οὐδ' ἀπόπεμπτον del mal matrimonio, Gr.Naz.M.37.570A, ἀπόπεμπτοι· οἱ ἄξιοι ἀποπεμφθῆναι διὰ μοχθηρίαν ἤθους Hsch.α 6555<br /><b class="num">•</b>[[ajeno]] οὐκ ἀπόπεμπτον ἐποιεῖτο τὸ χρῆναι μυσταγωγεῖν Cyr.Al.M.74.860B.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:27, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόπεμπτος Medium diacritics: ἀπόπεμπτος Low diacritics: απόπεμπτος Capitals: ΑΠΟΠΕΜΠΤΟΣ
Transliteration A: apópemptos Transliteration B: apopemptos Transliteration C: apopemptos Beta Code: a)po/pemptos

English (LSJ)

ἀπόπεμπτον, dismissed, dub. in PPetr.2p.52(iii B.C.); cf. Hsch.

Spanish (DGE)

-ον
1 despachado, despedido τῶν ναυτῶν [ἀπο] πέμπτων γενομένων PPetr.2.15.7 (III a.C.), cf. Ephr.Syr.2.432c.
2 repudiable, divorciable τυκτὸν κακὸν, οὐδ' ἀπόπεμπτον del mal matrimonio, Gr.Naz.M.37.570A, ἀπόπεμπτοι· οἱ ἄξιοι ἀποπεμφθῆναι διὰ μοχθηρίαν ἤθους Hsch.α 6555
ajeno οὐκ ἀπόπεμπτον ἐποιεῖτο τὸ χρῆναι μυσταγωγεῖν Cyr.Al.M.74.860B.

German (Pape)

[Seite 318] fortgeschickt, entlassen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόπεμπτος: -ον, ὁ ἀποπεμφθείς, «ἀπόπεμπτοι· οἱ ἄξιοι ἀποπεμφθῆναι διὰ μοθχηρίαν ἤθους» Ἡσύχ.· ἀπόπεμπτοι καὶ ἀπόβλητοι Κύριλλ. ἐν Ἰω. ς΄, 10· ὃν δύναταί τις ν’ ἀποπέμψῃ, Γρηγ. Νύσσ.

Greek Monolingual

ἀπόπεμπτος, -ον (Α)
1. αυτός που διώχθηκε, που απομακρύνθηκε
2. αυτός που μπορεί κανείς να αποπέμψει, να αποσοβήσει.